Ναυτικό και Ιστορικό Μουσείο Γαλαξειδίου
Το Γαλαξείδι και η θάλασσα
Στο βορειοανατολικό τμήμα του Κορινθιακού βρίσκεται ο Κρισσαϊκός κόλπος και φυσικός του όρμος είναι το Γαλαξείδι, με περιτειχισμένη πανάρχαιη πολιτεία, που αποτελούσε το αραξοβόλι της περιοχής.
Η γεωφυσική ιδιομορφία του Γαλαξειδιού -απομονω-μένο με ορεινούς όγκους από την ενδοχώρα- του είχε δώσει νησιώτικο χαρακτήρα και η όλη διαδρομή του μέσα στους αιώνες ήταν αγώνας και ανέλιξη μέσα από το υγρό στοιχείο, που αποτελούσε τον κυρίαρχο παράγοντα επιβίωσής του.
Στην πολιτιστική διαδρομή αυτής της πολιτείας, αυτό που προείχε ήταν η ναυτική παράδοση και η επίδοσή της στη θάλασσα που την ανέδειξε. Ναυτικό εμπόριο, μεταφορά προσωπικού και κέντρο επικοινωνίας είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη δράση της.
Παρά τη συνεχή κατοίκηση του τόπου από τους προϊστορικούς χρόνους, λίγα είναι τα αρχαία κατάλοιπα: Κάστρα στους γύρω λόφους, μερικά αγγεία από τη στεριά και περισσότερα από ναυάγια πλοίων στους γύρω όρμους. Λιγοστά είναι και τα ιστορικά στοιχεία που περιγράφουν την περίοδο του Βυζαντίου, και μόνο το εκπληκτικό χειρόγραφο του Μοναχού Ευθυμίου, που βρέθηκε στο μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού, στο λόφο που δεσπόζει στο Γαλαξείδι, παρέχει πολύτιμο υλικό ιστορικής διερεύνησης.
Ήλθε η περίοδος της Οθωμανικής κατάκτησης και ο λήθαργος της επιχειρηματικής δραστηριότητας του Ελληνισμού. Είχε απαγορευθεί η ναυπήγηση σκαφών πάνω από καΐκι, και μόνο με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, το 1794, ατόνησε ο σχετικόςφετφάς και επετράπη σε ελληνόκτητα μπάρκα να έχουν ξένη σημαία. Άνεμος αναζωπύρωσης και προόδου του ναυτικού παράγοντα ακολούθησε για το έθνος των Ελλήνων, με έμφαση στις ναυτικές του περιοχές.
Το Γαλαξείδι αποκτά ταρσανάδες και αδιαφιλονίκητα κατακτά τον Κορινθιακό κόλπο και όχι μόνο. Στους χρόνους της Παλιγεννεσίας το 1821, ο γαλαξειδιώτικος στόλος βρίσκεται αμέσως μετά τα νησιά του αγώνα Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά. Ωστόσο, η υπάρχουσα σύνδεσή του με την ενδοχώρα έδωσε τη δυνατότητα στα Οθωμανικά στρατεύματα να το καταλάβουν, να το πυρπολήσουν και να καταστρέψουν με φωτιά και σίδηρο ό,τι υπήρχε στην αρχαία καστροπολιτεία. Μόνο μετά το 1830, όταν γεννήθηκε το πρώτο υβρίδιο ελεύθερου ελληνικού κράτους, οι Γαλαξειδιώτες ξαναγύρισαν στον τόπο τους, ξανάχτισαν τα σπίτια τους και δημιούργησαν νέο στόλο πανέμορφων ιστιοφόρων, που στην πλειονότητά τους χτίστηκαν στους αναγεννημένους ταρσανάδες του.
Ως το 1900 κράτησε η ακμή του Γαλαξειδιού, με μοχλό την ιστιοφόρο ναυτιλία του. Ύστερα, με την επικράτηση του ατμού, τα πανέμορφα ιστία αντικαταστάθηκαν από τις μαύρες τσιμινιέρες και η βασιλεία των σιδερένιων σκαφών εκτόπισε τα ξύλινα σκαριά. Οι Γαλαξειδιώτες πλοιοκτήτες άργησαν να προσαρμοστούν στις επιταγές της νέας τεχνολογίας, έχασαν τα σκήπτρα της θαλάσσιας ιδιοκτησίας, παρέμειναν επαγγελματίες ναυτικοί και οι άλλοτε γεμάτοι ζωή ταρσανάδες τους ερήμωσαν. Ωστόσο, η ναυτιλιακή πολιτιστική του διαδρομή το προικοδότησε με πανέμορφα αρχοντικά και με υποδομή που εντυπωσιάζει και σήμερα. Στις μέρες μας έχει μετατραπεί σε θέρετρο, αποτελεί μαγνήτη τουριστικής έλξης και αραξοβόλι των θαλαμηγών που καταφεύγουν στην απανεμιά του από τα δυνατά μελτέμια του Αιγαίου και τις τρικυμίες του Ιονίου. Το συθέμελα ανακαινισμένο «Ναυτικό και Ιστορικό Μουσείο» του Γαλαξειδιού, παρουσιάζει με αυθεντικά εκθέματα την πολύχρονη παρουσία και ανέλιξή του στη θάλασσα.
Ν.Α. Σταθάκης
Ιστορία του Μουσείου Γαλαξειδίου
Το κτίριο που στεγάζει σήμερα το Ναυτικό και Ιστορικό Μουσείο Γαλαξειδίου κτίστηκε το 1868 - 1870 από τον Δήμαρχο Δεδούση Ε. Χαρδαβέλλα και χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως Δημαρχείο.
Η ιδέα της δημιουργίας τοπικής συλλογής αντικειμένων σχετικών με την ιστορία του Γαλαξειδίου γεννήθηκε το 1928 από τον γιατρό Ευθύμιο Κ. Βλάμη, γόνο ναυτικής οικογένειας, ο οποίος διετέλεσε Δήμαρχος από το 1903 μέχρι το 1906 και κατ' επανάληψη Πρόεδρος της Κοινότητας μετά το 1914. Στις συχνές ιατρικές επισκέψεις του στα γαλαξειδιώτικα σπίτια, έβλεπε τα πορτραίτα των καραβιών της οικογένειας και σκεπτόταν πως άξιζε να συγκεντρωθούν και να αποτελέσουν συλλογή.
Το 1928, ως Πρόεδρος της Κοινότητας, συγκέντρωσε τους πρώτους πίνακες ιστιοφόρων και άλλων ναυτικών αντικειμένων με στόχο τη δημιουργία Μουσείου.
Οι Γαλαξειδιώτες ανταποκρίθηκαν με μεγάλη προθυμία στην έκκληση του Κοινοτάρχη τους.
Τα κειμήλια που για χρόνια στόλιζαν τα σπίτια τους (ζωγραφικοί πίνακες ιστιοφόρων, εξαρτήματα καραβιών, ναυτιλιακά όργανα, ναυτικά εργαλεία, ημερολόγια καταστρώματος, χάρτες κ.α.), αποτέλεσαν τον βασικό πυρήνα της Ναυτικής Συλλογής του Μουσείου και δημιούργησαν το πρώτο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας.
Το 1932, η «Ένωσις Νέων Γαλαξειδίου», ένας δραστήριος τοπικός σύλλογος με πρόεδρο τον δικηγόρο -τότε φοιτητή- Ισίδωρο Π. Σιδηρόπουλο, δημιούργησε την Αρχαιολογική Συλλογή του Μουσείου, η οποία περιλάμβανε ευρήματα από ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, καθώς και τυχαία ευρήματα.
Το 1962, με τα ελάχιστα οικονομικά μέσα της εποχής ευπρεπίστηκε από την Κοινοτάρχη Ζωή Β. Τζιγγούνη, η μεγάλη αίθουσα του κτιρίου και συγκεντρώθηκε εκεί όλο το υλικό των συλλογών.
Ο γαλαξειδιώτης ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου κλήθηκε να επιστατήσει προσωπικά στην ανάρτηση των πινάκων και στην τοποθέτηση των ναυτικών αντικειμένων. Τα εγκαίνια της νέας αίθουσας πραγματοποιήθηκαν στις 17 Ιουνίου 1962.
Εκείνη την εποχή διορίστηκε Επιμελητής του Μουσείου ο Πλοίαρχος Ε.Ν. Πλοηγός Αθανάσιος Μπομπογιάννης, ο οποίος κατέγραψε για πρώτη φορά τους πίνακες με τα ιστιοφόρα και τα ναυτικά αντικείμενα των συλλογών.
Το 1972, με Πρόεδρο της Κοινότητας τον Ν. Τσαντίλη, το Μουσείο Γαλαξειδίου έγινε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Από τότε, Πρόεδρος, του Διοικητικού Συμβουλίου ορίστηκε αρχικά ο εκάστοτε Κοινοτάρχης και στη συνέχεια ο Δήμαρχος.
Από το 1974 Έφορος και ψυχή του Μουσείου έγινε η λαογράφος Ροδούλα Σταθάκη - Κούμαρη, η οποία πραγματοποίησε καταγραφή και περιγραφή όλων των αντικειμένων και προχώρησε στα πρώτα βήματα συντήρησης, με τη βοήθεια ειδικών.
Σημαντική ήταν η συμβολή, το 1977, του τότε Εφόρου Αρχαιοτήτων Δελφών Πέτρου Θέμελη, ο οποίος, από αγάπη για το Γαλαξείδι, προσέφερε την πολύτιμη βοήθειά του για τη νέα έκθεση των αντικειμένων σε προθήκες.
Σημαντική για την ιστορία του Μουσείου ήταν η μεταφορά των γραφείων του Κοινοτικού Καταστήματος και της Βιβλιοθήκης σε άλλο κτίριο το 1980, με Κοινοτάρχη τον Ε. Χατζηγιάννη. Η μεταφορά αυτή έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσει για πρώτη φορά αίθουσα η Αρχαιολογική Συλλογή και να τοποθετηθούν τα ευρήματά της σε νέες προθήκες από τον καθ. Πέτρο Θέμελη.
Με την πάροδο των χρόνων και την έλλειψη οικονομικών μέσων, τα προβλήματα του Μουσείου άρχισαν να γίνονται αισθητά. Το παλαιό κτίριο χρειαζόταν γενική επισκευή, γιατί δεν εξασφάλιζε ούτε τη στοιχειώδη μόνωση από τον περιβάλλοντα χώρο και τα αντικείμενα ήταν εκτεθειμένα σε συνεχή φθορά.
Το 1999, με την ευκαιρία της διοργάνωσης ενός Ιστορικού Συνεδρίου στο Γαλαξείδι, η Επιστημονική Ένωση Ιατρών του νοσοκομείου «Υγεία», με Πρόεδρο τον καθ. Νικ. Β. Καρατζά, δώρισε στο Μουσείο 500.000 δρχ. με σκοπό τη συντήρηση του χειρογράφου του «Χρονικού του Γαλαξειδιού». Χάρις στο ενδιαφέρον του ίδιου, τον επόμενο χρόνο, το Ίδρυμα «Σταύρος Σ. Νιάρχος» πραγματοποίησε σημαντική χορηγία για τη συντήρηση εκθεμάτων και, στη συνέχεια, για τη ριζική αποκατάσταση και ανακαίνιση του διατηρητέου κτιρίου του Μουσείου με αρχιτέκτονα την Ε. Ζερβουδάκη. Για την κάλυψη του προϋπολογισμού της επανέκθεσης εξασφαλίστηκαν χορηγίες από διάφορους φορείς (Εθνική Τράπεζα, Υπουργείο Πολιτισμού κ.ά.) και πάλι με φροντίδα του Ν. Β. Καρατζά, ο οποίος ανέλαβε και το συντονισμό των εργασιών. Τα αντικείμενα των συλλογών τοποθετήθηκαν στη νέα θέση τους με την επιστημονική επίβλεψη του καθ. Π. Βαλαβάνη και της Ρ. Σταθάκη - Κούμαρη.
Τα έργα ολοκληρώθηκαν το 2002 επί δημαρχίας Δημ. Κουτονιά και το Μουσείο πήρε την ονομασία «Ναυτικό και Ιστορικό Μουσείο Γαλαξειδίου». Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 19 Ιουνίου 2004, επί δημαρχίας Νικ. Γουργουρή.
Σήμερα το Μουσείο Γαλαξειδίου αποτελεί εξαίρετο δείγμα τοπικής πρωτοβουλίας, συγκεντρώνοντας στους χώρους του σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα και μία από τις πλουσιότερες συλλογές ναυτικών πινάκων και αντικειμένων στην Ελλάδα.
Οδός Μουσείου, Τ.Κ. 33052, Γαλαξίδι
Τηλέφωνο: +30 22650 41795, 41558
Φαξ: +30 2650 41954