Ναυτικό και Ιστορικό Μουσείο Γαλαξειδίου, αίθουσες
Αρχαίοι οικισμοί γύρω από το Γαλαξείδι
Το Γαλαξείδι είναι τόπος προικισμένος. Η μεγάλη ποικιλία και η γλυκύτητα του τοπίου, εκτός από τη φυσική ομορφιά παρείχε και πλεονεκτήματα: οι λόφοι κοντά στα παράλια πρόσφεραν ιδανικούς χώρους εγκατάστασης, οι μικρές αλλά εύφορες κοιλάδες και οι ομαλές πλαγιές καλλιεργήσιμη γη, ενώ οι γύρω οροσειρές προστασία και άφθονα νερά.
Αυτό όμως που ξεχωρίζει στο Γαλαξείδι είναι η άμεση σχέση του με τη θάλασσα. Οι μικροί συνεχείς όρμοι δημιουργούσαν ασφαλέστατα λιμάνια, προδιαγράφοντας ήδη από την Προϊστορία τη μοίρα αυτού του μικρού τόπου.
Τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης στην ευρύτερη περιοχή ανάγονται στην Πρωτοελλαδική Ι-ΙΙ περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.) και επισημαίνονται, με τις μέχρι σήμερα γνώσεις μας, σε τέσσερις θέσεις: Δύο βρίσκονται δίπλα στη θάλασσα, στο νησάκι Αψηφιά, απέναντι από τη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων και στο Ανεμοκάμπι, μια μικρή χερσόνησο στα Νότια. Η τρίτη θέση βρίσκεται στη Δεξαμενή ή Πελεκάρη, περίπου 500 μ. από τον σημερινό οικισμό, ακριβώς πάνω από την Εθνική οδό και δίπλα στη γέφυρα για Ναύπακτο.
Τέλος, οχυρωμένη προϊστορική θέση έχει επισημανθεί και στην κορυφή Κεφαλάρι, πάνω από το Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Μαρτυρίες για τις θέσεις αυτές αποτελούν τα κομμάτια από πήλινα αγγεία, τα λίθινα εργαλεία και οι λεπίδες οψιανού. Οι κάτοικοι των προϊστορικών οικισμών, εκτός από την άσκηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, ασχολούνταν ασφαλώς με την αλιεία και τη ναυτιλία. Κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο (1400-1100 π.Χ.), υπάρχει μικρός οικισμός στην ορεινή θέση Βίλλα ή Γουμαρνάς, ενώ τρία μυκηναϊκά αγγεία από νεκροταφείο της εποχής ίσως έχουν προέλευση το Ανεμοκόμπι.
Στο τέλος της Γεωμετρικής περιόδου (γύρω στο700 π.Χ.) ένας κρυφός, οχυρωμένος οικισμός δημιουργείται στο λόφο του Αγίου Αθανασίου, στα Νοτιοδυτικά, όπου καταφεύγουν οι κάτοικοι, ίσως λόγω κινδύνων από τη θάλασσα. Από το βραχύβιο νεκροταφείο του οικισμού αυτού εκτίθενται στο Μουσείο αρκετά αγγεία.
Στους Αρχαϊκούς και Κλασικούς χρόνους (7ος - 4ος αι. π.Χ.), ένας οικισμός βρίσκεται στη θέση Βίλλα ή Γουμαρνάς, ενώ δημιουργείται και μια σημαντική εγκατάσταση στον Αγιο Βλάση. Εκεί θα πρέπει να βρισκόταν το θρησκευτικό και διοικητικό κέντρο της πόλης Χάλειον, με την οποία ταυτίζεται σήμερα ασφαλώς το Γαλαξείδι, ενώ η Οιάνθεια, με την οποία ταυτιζόταν παλαιότερα, τοποθετείται δυτικότερα, στη Βιτρινίτσα. Από τον 5ο αι. π.Χ. έχουμε και τις πρώτες αναφορές του Χαλείου στην αρχαία ελληνική γραμματεία (Εκαταίος, Θουκυδίδης), που το αναφέρουν ως μια σημαντική πόλη της Δυτικής Λοκρίδος.
Το αρχαίο Χάλειον
Γύρω στο 300 π.Χ. το Γαλαξείδι έρχεται για πρώτη φορά στη σημερινή του θέση. Με πρωτοβουλία της Αιτωλικής, ίσως, Συμπολιτείας, που την εποχή εκείνη κατείχε τη Δυτική Λοκρίδα, χτίζεται το τείχος του Χαλείου στη βραχώδη χερσόνησο ανάμεσα στα δυο λιμάνια. Το ισχυρότατο, άνω των 8 μ. ύψους τείχος, ενισχυμένο με πολλούς πύργους, ανέδειξε το Χάλειον στο ασφαλέστερο λιμάνι του Κορινθιακού, που είχε σκοπό να ελέγχει αφενός τον θαλάσσιο δρόμο του Κρισσαίου κόλπου και αφετέρου μια σημαντική οδική αρτηρία, που από εδώ έφθανε μέσω ορεινών διόδων στην Κεντρική Ελλάδα.
Η διαδρομή του τείχους, που περιέβαλε έκταση 70-90 στρεμμάτων, έχει επισημανθεί με έρευνες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας σε πολλά σημεία στο φρύδι του βράχου, λίγο ψηλότερα από τη σημερινή παραλία, ενώ ένας προστατευτικός πρόβολος έφθανε μέσα στο λιμάνι του Χηρόλακα. Σε αρκετά σημεία το τείχος είναι ακόμα ορατό, και μάλιστα δεν είναι λίγα τα νεώτερα σπίτια που το έχουν χρησιμοποιήσει ως θεμέλιο. Όμως πολλά τμήματά του μπροστά στα λιμάνια κατεδαφίστηκαν το 1830 με άδεια του Καποδίστρια, με σκοπό να κατασκευαστεί η αναγκαία για τα καράβια των Γαλαξειδιωτών προκυμαία.
Τα κατάλοιπα των αρχαίων σπιτιών μέσα στο φρούριο έχουν εξαφανιστεί, αλλά πληροφορίες για τη ζωή των κατοίκων αντλούμε από τα κτερίσματα του νεκροταφείου που ανασκάφηκε δίπλα στην πλατεία Ηρώων (Μανουσάκια), καθώς και από μεμονωμένους τάφους.
Δημόσιος βίος
Στην περιοχή του Άγιου Βλάση βρέθηκαν το 1848 δύο επιγραφές πάνω σε χάλκινες πλάκες, που μέσω Κερκύρας κατέληξαν το 1896 στο Βρετανικό Μουσείο. Χρονολογείται στο α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. και αποτελούν σπουδαιότατα κείμενα όχι μόνο για την περιοχή αλλά για ολόκληρη την αρχαία ελληνική ιστορία.
Στην πρώτη αναφέρεται η συμμετοχή Χαλιέων στον λοκρικό αποικισμό της Κάτω Ιταλίας. Στη δεύτερη καταγράφεται συμφωνία ανάμεσα στο Χάλειον και στην Οιάνθεια, που θέτει όρους για προστασία δικαιωμάτων ναυτιλλομένων ή, σύμφωνα με άλλη ερμηνεία, για κατανομή λείας από πειρατεία. Οι επιγραφές αποκαλύπτουν υψηλή οργάνωση των πόλεων της περιοχής, με νόμους, δικαστικούς άρχοντες και ειδικούς αξιωματούχους. Δείχνουν επίσης την ενασχόληση των Χαλιέων με ναυτικές δραστηριότητες, είτε νόμιμες, όπως το εμπόριο, είτε παράνομες, όπως η πειρατεία.
Πολλά στοιχεία για το Χάλειον της Ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής περιόδου αντλούμε και από επιγραφές σε λίθο, που βρέθηκαν στους Δελφούς και αλλού, και δηλώνουν ότι το Χάλειον ήταν η δεύτερη σε σημασία πόλη της Δυτικής Λοκρίδος μετά την Άμφισσα, διαθέτοντας οργανωμένο δημόσιο βίο, με Εκκλησία του δήμου, ημερολόγιο, θρησκευτικές γιορτές και πολλούς άρχοντες. Ενδεικτικό για το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο της περιοχής είναι και ένα ψήφισμα που σώθηκε σε επιγραφή του τέλους του 3ου αι. π.Χ. στο οποίο τιμάται μια ποιήτρια από τη Σμύρνη. Ενδιαφέρον έχουν και πολλές δελφικές επιγραφές με απελευθερώσεις δούλων, όπου ως μάρτυρες του γεγονότος παρίστανται και πολίτες του Χαλείου. Σημαντικό είναι και ένα, χαμένο σήμερα, ψήφισμα των Χαλιέων προς τιμήν του Ρωμαίου στρατηγού Πομπηίου, ο οποίος, κατά τον 1ο αι. π.Χ. είχε απαλλάξει την περιοχή από την πειρατεία.
Ιδιωτικός βίος
Οι Χαλιείς ζούσαν, όπως και οι υπόλοιποι αρχαίοι Έλληνες, πολύ απλά. Οι περισσότεροι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ αρκετοί θα πρέπει να καταγίνονταν με την αλιεία και το εμπόριο και γενικά με τη ναυτιλία. Η καθημερινή ζωή τους δεν διέφερε πολύ από αυτήν των Ελλήνων χωρικών μέχρι την δεκαετία του 1960. Άρχιζε με το χάραμα και τελείωνε με τον ερχομό της νύχτας. Οι άνδρες ζούσαν και εργάζονταν κυρίως στο ύπαιθρο, ενώ οι γυναίκες στο σπίτι, ετοίμαζαν το φαγητό, ύφαιναν τα ρούχα και τα στρωσίδια και μεγάλωναν τα παιδιά.
Η διατροφή τους ήταν απλή. Έτρωγαν γάλα, τυρί, σταρένιο ψωμί, πίττες, όσπρια, ψάρια, πολλά λαχανικά και φρούτα, καθώς και ξηρούς καρπούς. Το κρέας ήταν αρκετά σπάνιο. Έσφαζαν κυρίως σε γιορτές και σε γλέντια, ενώ όλοι το γεύονταν και στα δημόσια δείπνα, που ακολουθούσαν τις θυσίες στους θεούς. Την τροφή τη μαγείρευαν σε αβαφείς πήλινες χύτρες στην εστία του σπιτιού, στην κουζίνα και την έτρωγαν σε ξύλινα ή πήλινα πινάκια. Το κυριότερο ποτό τους ήταν το κρασί. Το αποθήκευαν σε μεγάλα πήλινα πιθάρια, το μετέφεραν με αμφορείς, το σέρβιραν με χάλκινες ή πήλινες οινοχόες και το έπιναν σε πήλινα ή μεταλλικά αγγεία, που τα ονόμαζαν κύλικες, κανθάρους και σκύφους. Από τη Ρωμαϊκή περίοδο τα ποτά τα έπιναν και με γυάλινα αγγεία. Το πιο ενδιαφέρον απ' αυτά φέρει ανάγλυφη επιγραφή με τη φράση «ευφραίνου εφ ω πάρει», δηλαδή να ευχαριστιέσαι με ό,τι βρίσκεται κοντά σου! Τα σπίτια φωτίζονταν με δάδες και κεριά αλλά συνηθέστερα με χάλκινα ή πήλινα λυχνάρια, απλά ή με διακόσμηση.
Καλλωπισμός
Οι γυναίκες στολίζονταν με κοσμήματα, που τα φύλαγαν σε κυλινδρικά ξύλινα (από ξύλο πύξου) κουτιά, τις πυξίδες. Σ' εμάς έχουν διασωθεί μόνο πήλινα αντίγραφά τους. Τα κοσμήματα, χάλκινα, ασημένια ή χρυσά, είτε ήσαν φυλαχτά, όπως το περίαπτο με την μορφή του Άμμωνος Διός, είτε είχαν πρακτική χρήση, όπως ο χάλκινοι σφηκωτήρες που έδεναν τα μαλλιά σε αλογοουρά ή σε βοστρύχους.
Οι αρχαίοι συνήθιζαν να αλείφονται με αρωματικά λάδια, που τα αποθήκευαν σε μεγάλα πήλινα αγγεία, τις πελίκες. Τα μετέφεραν δε σε μικρότερα πήλινα ή χάλκινα αγγεία, όπως είναι οι σφαιρικοί αρύβαλλοι (6ος αι. π.Χ.), τα μακρόστενα λίθινα ή πήλινα αλάβαστρα και οι λήκυθοι (5ος αι. π.Χ.), καθώς και τα πήλινα ή γυάλινα βαλσαμάρια (3ος - 1ος π.Χ. αι.). Δεν τους έλειπαν επίσης και οι αρωματικές αλοιφές, που φυλάσσονταν σε εξάλειπτρα, καθώς και τα ψιμμύθια, δηλαδή πούδρες για το πρόσωπο και βαφές για τα χείλη και τα βλέφαρα. Για τον καλλωπισμό τους οι κυρίες χρησιμοποιούσαν χάλκινους, στρογγυλούς, καλογυαλισμένους καθρέφτες, ο ένας από τους οποίους έχει και κάλυμμα που στολίζεται με ανάγλυφη κεφαλή Αφροδίτης.
Η ενδυμασία τους ήταν απλή και μόνο στις γιορτές και στις πανηγύρεις φορούσαν κάτι καλύτερο. Τα ρούχα υφαίνονταν από λινάρι και μαλλί σε κάθετο αργαλειό, στον οποίο οι γυναίκες δούλευαν όρθιες. Οι κλωστές του κατακόρυφου στημονιού κρατιόντουσαν τεντωμένες με πήλινα υφαντικά βάρη, τις αγνύθες, που είχαν σχήμα φακοειδές, κωνικό ή πυραμιδοειδές. Τα ενδύματα, επειδή ήταν ριχτά, τα έζωναν στη μέση με υφασμάτινες ή δερμάτινες ζώνες, ενώ σπάνιες είναι οι μεταλλικές, όπως μία από χαλκό, που φέρει σπείρες και χρονολογείται στην ύστερη γεωμετρική περίοδο, δηλαδή στο τέλος του 8ου αι. π.Χ. Επίσης τα συγκρατούσαν στους ώμους με 8σχημες χάλκινες πόρπες (παραμάνες), καθώς και με οστέινες περόνες (καρφίτσες).
Λατρεία
Το μεγάλο ιερό των Χαλιέων ανήκε στον Απόλλωνα Νασιώτα (= Νησιώτη), η θέση του όμως δεν έχει επισημανθεί μέχρι σήμερα με ασφάλεια. Με αφορμή το επίθετο του θεού υποτέθηκε ότι το ιερό βρισκόταν σε νησί και μάλιστα στο νησάκι Αψηφιά, ή στην κορυφή του σημερινού χωριού, στον Άγιο Νικόλαο, αφού νήσος σημαίνει στα Αρχαία και χερσόνησος. Επειδή όμως μπορεί να σημαίνει και ορεινή τοποθεσία με πολλά νερά γύρω, δεν αποκλείεται το ιερό να βρισκόταν στον Άγιο Βλάση, που όχι μόνον εμφανίζει αυτά τα φυσικά χαρακτηριστικά αλλά διασώζει και τις σημαντικότερες αρχαιότητες από όλη την περιοχή. Ενδιαφέρον ανάθημα στον Απόλλωνα είναι ο χάλκινος τροχός μικρού άρματος με αναθηματική επιγραφή του τέλους του 6ου π.Χ. αι., που σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστόνης.
Μια άλλη θέση κοινής λατρείας βρισκόταν στην σπηλιά Ακόνα ή Αγκώνα, στα δυτικά του Γαλαξειδιού, στις πλαγιές του βουνού Ξηροτύρι. Επιφανειακή έρευνα έφερε στο φως πολλά όρθια ή καθήμενα γυναικεία ειδώλια, πήλινα πλακίδια και προτομές, που υποδηλώνουν λατρευτικές πράξεις (θυσίες και προσφορές) σε μια θηλυκή θεότητα της βλάστησης ή της ευγονίας. Βρέθηκαν επίσης ειδώλια ζώων και πτηνών, ενώ τα μικρογραφικά αγγεία και οι οστέινοι αστράγαλοι (κότσια) ίσως αποτελούσαν αναθήματα παιδιών.
Χάλκινα
Από την περιοχή του Άγιου Βλάση και από ανασκαφές σε τάφους έχουν έλθει στο φως αρκετά χάλκινα αντικείμενα, ιδιαιτέρως αγγεία. Ταυτοχρόνως, σε πολλά μουσεία της Ευρώπης και της Αμερικής έχουν εντοπιστεί δεκάδες χάλκινα σκεύη με προέλευση το Γαλαξείδι, που έφθασαν εκεί κυρίως κατά το β΄ μισό του 19ου αι. και αποτελούν προφανώς προϊόντα αρχαιοκαπηλίας. Το σύνολο αυτό φανερώνει ότι οι Χαλειείς ήταν μια εύρωστη οικονομικά κοινωνία, που χρησιμοποιούσε για πολλούς αιώνες (7ος π.Χ. - 1ος αι. μ.Χ.) ακριβά σκεύη στα σπίτια για συμπόσια, τα αφιέρωνε στα ιερά ως αναθήματα ή τα τοποθετούσε στους τάφους των νεκρών της ως κτερίσματα.
Εμπόριο
Οι αρχαίοι δεν ταξίδευαν για αναψυχή αλλά κυρίως από ανάγκη. Παρ' όλα αυτά, οι θαλάσσιες συγκοινωνίες ήταν συνηθέστερες από σήμερα, αφού τότε δεν υπήρχαν πολλοί χερσαίοι δρόμοι. Χαρακτηριστικό είναι ότι, μέχρι την κατασκευή του παραλιακού δρόμου (δεκαετία του 1960), οι Γαλαξειδιώτες επικοινωνούσαν με την Ιτέα και τον Πειραιά κυρίως δια θαλάσσης.
Τα λιμάνια στο Γαλαξείδι και στο Ανεμοκάμπι ήταν πολύ σημαντικά κατά τη διάρκεια της Προϊστορικής περιόδου. Απόδειξη εμπορικής δραστηριότητας είναι οι μεγάλες ποσότητες λεπίδων από το μαύρο σκληρό ορυκτό πέτρωμα, τον οψιανό, που προερχόταν από τη Μήλο. Απ' αυτό κατασκεύαζαν εργαλεία και όπλα (μαχαίρια, ξυράφια, βέλη κ.ά.). Στους Ιστορικούς χρόνους, η άμεση μαρτυρία των δύο χάλκινων επιγραφών (σελ. 18), καθώς και η ύπαρξη πολλών εισηγμένων πήλινων και χάλκινων αγγείων αποδεικνύουν τη σταθερή επικοινωνία των Χαλιέων με την Πελοπόννησο (κυρίως Κόρινθο και Σικυώνα), με την Αττική αλλά και με τη Δυτική Ελλάδα.
Από τα χαρακτηριστικότερα τεκμήρια εμπορίου είναι και οι μεγάλοι άβαφοι αμφορείς, με τους οποίους μεταφέρονταν υγρά προϊόντα, κυρίως λάδι και εκλεκτής ποιότητας κρασί από τα Αρχαϊκά μέχρι τα Βυζαντινά χρόνια, οπότε διαδόθηκαν ευρέως τα ξύλινα βαρέλια. Τέτοια αγγεία, που προέρχονται από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, έχουν βρεθεί σε αρκετά που προέρχεται από ναυάγιο στο Ανεμοκάμπι, χρονολογείται στην Πρωτοελλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.) και είναι από τα αρχαιότερα αγγεία που βρέθηκαν σε ναυάγιο.
Οι υπόλοιποι χρονολογούνται στους Ελληνιστικούς και στους Ρωμαϊκούς χρόνους και είναι οξυπύθμενοι, δηλαδή καταλήγουν σε μυτερό κάτω άκρο. Έχουν δε τοποθετηθεί μέσα σε θαλάσσια άμμο, με τον τρόπο που ήταν αρχικά τοποθετημένοι μέσα στα αμπάρια των πλοίων.
Νεκροταφεία
Στην περιοχή του Γαλαξειδιού έχουν ανασκαφεί δύο νεκροταφεία, καθώς και αρκετοί μεμονωμένοι τάφοι. Το νεκροταφείο του γεωμετρικού οικισμού στον Άγιο Αθανάσιο αποτελούνταν από οκτώ κιβωτιόσχημους τάφους. Οι νεκροί κείτονταν στο πλάι με τα γόνατα στο στήθος και ήταν πλούσια κτερισμένοι με πήλινα αγγεία. Περιείχαν επίσης και χάλκινα αγγεία, κοσμήματα και όπλα.
Μέσα στον σημερινό οικισμό ανασκάφηκε τμήμα του νεκροταφείου των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων.
Αποτελούνταν από 35 περίπου τάφους όλων των τύπων, που περιείχαν πολλά κτερίσματα, κυρίως πήλινα και γυάλινα αγγεία, λυχνάρια και νομίσματα. Από τα γλυπτά του Μουσείου, το πιο ενδιαφέρον είναι τμήμα από το γυμνό πόδι μαρμάρινου ανδρικού αγάλματος των Ρωμαϊκών χρόνων. Από τις επιτύμβιες στήλες, μία μικρή απεικονίζει ανάγλυφα μικρό κορίτσι, ενώ στις υπόλοιπες αναγράφονται μόνο τα ονόματα των νεκρών.
Στα νεκροταφεία του Γαλαξειδιού θα πρέπει να προσθέσουμε και δύο φυσικά σπηλαιώδη ορύγματα, που από τους Χαλιείς των Ρωμαϊκών και των Παλαιοχριστιανικών χρόνων διαμορφώθηκαν σε λαξευτούς ταφικούς θαλάμους, στην εσωτερική περιφέρεια των οποίων σκαλίστηκαν σαρκοφάγοι. Ο ένας βρίσκεται στο Κεντρί, στο λόφο με τα πεύκα, και ονομάζεται συμβατικά ο τάφος του Λοκρού και ο άλλος στα ΒΔ, λίγο έξω από το χωριό.
Νομίσματα από την περιοχή του Γαλαξειδιού
Τα νομίσματα που εκτείθενται στο Μουσείο προέρχονται από ανασκαφική έρευνα σε διάφορες θέσεις του οικισμού του σημερινού Γαλαξειδιού, π.χ. από την πλατεία Ηρώων (Μανουσάκια) όπου ανέσκαψε ο Ι. Θρεψιάδης, ή από την αρχαία πόλη εντός του περιφερειακού τείχους γύρω από το λόφο του Αγ. Νικολάου, από την περιοχή Πούντες στο Ανεμοκάμπι και από την ευρύτερη περιοχή του οικισμού.
Ενδιαφέρον έχει ότι ταυτίστηκαν νομίσματα διαφόρων εποχών, που καλύπτουν ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα, από τον 4ο αι. π.Χ. μέχρι τον 19ο αι. μ.Χ. Αναφέρονται, δηλαδή, στους Αρχαίους χρόνους, στη Ρωμαiκή, Υστερορρωμαϊκή και τη Βυζαντινή εποχή, στην εποχή της Βενετοκρατίας, της Τουρκοκρατίας αλλά και στους χρόνους του νέου Ελληνικού κράτους, με κοπές του Καποδίστρια, του Όθωνα και του Γεωργίου Α΄.
Το σημαντικότερο από τα νομίσματα είναι ένα χάλκινο από την Αίγινα, που χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ. και φέρει στην εμπρόσθια όψη δύο αντιθετικά δελφίνια και στην πίσω έγκοιλο τετράγωνο. Η ανεύρεση νομισμάτων σε μια περιοχή δηλώνει με άμεσο τρόπο ότι στη θέση αυτή έζησαν, διακινήθηκαν και δημιούργησαν άνθρωποι, ενώ συγχρόνως αποτελεί τεκμήριο των επαφών και της εμπορικής δραστηριότητάς της με άλλες περιοχές. Με τα παραπάνω δεδομένα η ταύτιση νομισμάτων από όλες αυτές τις εποχές είναι πολύτιμο στοιχείο, καθώς επισημαίνει τη διαχρονική παρουσία του Γαλαξειδιού και της ευρύτερης περιοχής μέσα στους αιώνες.
Από το Χάλειον στο Γαλαξείδι
Νομίσματα και κεραμικά ευρήματα αλλά και κατάλοιπα πρόχειρων εγκαταστάσεων που βρίσκονται στα μικρά νησιά Αψηφιά, Άγιος Γεώργιος, Άγιος Δημήτριος και Παναγιά, έδειξαν ότι αυτά είχαν χρησιμοποιηθεί στους Υστερορρωμαϊκούς και Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους (4ος - 7ος αι.) ως προσωρινό καταφύγιο των κατοίκων του Χαλείου αλλά και της ευρύτερης περιοχής, στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από εχθρικές επιδρομές, που προέρχονταν από το Βορρά.
Η καταστροφή όμως δεν αποφεύχθηκε. Αφενός οι επιδρομές, κυρίως των Σλάβων, και αφετέρου ο μεγάλος σεισμός του 551 ερήμωσαν τον τόπο, που φαίνεται ότι εγκαταλείπεται για περίπου 200 - 300 χρόνια, κάτι που παρατηρείται και σε πολλές ακόμα περιοχές της Κεντρικής Ελλάδος. Νέοι κάτοικοι επανεμφανίζονται κατά τον 9ο - 10ο αιώνα, βρίσκουν τα ερείπια της παλιάς πόλης με το αρχαίο φρούριο και το διαλέγουν ως χώρο εγκατάστασής τους. Αυτοί δίνουν στον τόπο και το καινούργιο του όνομα: Γαλαξείδι, του οποίου την ετυμολογία δεν γνωρίζουμε. Άλλοι το συνδέουν με το φυτό γαλατσίδα ή γαλατσίδι που αφθονεί στην περιοχή και άλλοι, όπως ο ιστορικός Ν. Βέης, με το όνομα κάποιου βυζαντινού ηγεμόνα (Γαλαξείδι), που πιθανόν να εγκαταστάθηκε με τον νέο πληθυσμό στην περιοχή. Από την εποχή αυτή αρχίζει και η διήγηση των νεώτερων περιπετειών του τόπου, που τις αναφέρει το Χρονικό του Γαλαξειδιού.
ΑΙΘΟΥΣΑ II
Το Χρονικό του Γαλαξειδιού
Το χειρόγραφο «Χρονικό του Γαλαξειδιού», γραμμένο «δια χειρός Ευθυμίου Ιερομονάχου, έτος αψγ - 1703 - μηνί Μαρτίω», αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εκθέματα του Μουσείου. Πρόκειται για την «Ιστορία Γαλαξειδίου ευγαλμένη από παλαιά χειρόγραφα, μεμβράνια, σιζίλια και χρυσόβουλα αυθεντικά, όπου ευρίσκονται και είνε και σώζονται εις το Βασιλικόν Μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού, χτισμένο παρά του ποτέ αυθέντη και δεσπότη Κυρ-Μιχαήλ του Κομνηνού, ου αιωνία η μνήμη. Αμήν».
Το χειρόγραφο βρέθηκε το 1864 στα ερείπια της βυζαντινής Μονής του Σωτήρος Χριστού. Το ανακάλυψε ο Κωνσταντίνος Ν. Σάθας (1842 - 1914), γόνος παλαιάς γαλαξειδιώτικης οικογένειας, ο οποίος αφοσιώθηκε στην έρευνα και μελέτη βυζαντινών και μεσαιωνικών χειρογράφων και υπήρξε από τους θεμελιωτές της Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας. Ο Σάθας δημοσίευσε το χειρόγραφο το 1865, με τίτλο «Χρονικόν ανέκδοτον Γαλαξειδίου», σχόλια και σημειώσεις. Έκτοτε, ακολούθησαν και άλλες εκδόσεις. Το πολύτιμο χειρόγραφο άλλαξε πολλούς κατόχους μέχρι το 1979. Τότε εντοπίστηκε στη συλλογή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών και αποκτήθηκε από το Σύνδεσμο Γαλαξειδιωτών, προκειμένου να παραδοθεί στο Ναυτικό και Ιστορικό Μουσείο Γαλαξειδίου, το 1980.
Το «Χρονικό του Γαλαξειδιού» είναι ένα από τα σημαντικότερα μεταβυζαντινά κείμενα στην ελληνική ιστοριογραφική παράδοση για τις εποχές της Λατινοκρατίας και Τουρκοκρατίας στον ελλαδικό χώρο και καλύπτει χρονικά την περίοδο από τα τέλη του 10ου έως τις αρχές του 18ου αιώνα. Δίνει πολύτιμες μαρτυρίες για τη ναυτική πολιτεία που συνεχώς καταστρέφεται από σεισμούς και εχθρούς αλλά πάντα ξαναγεννιέται, καθώς και για τους κατοίκους της, που δεν την εγκατέλειψαν και έδεσαν τη ζωή τους με τη θάλασσα και το εμπόριο.
Το Γαλαξείδι από τον 10ο ως τον 18ο αι.
Οι περιπέτειες του τόπου συνεχίζονται και στα δύσκολα χρόνια του Μεσαίωνα και της Τουρκοκρατίας.
Επιδρομές Βουλγάρων από τη στεριά και πειρατών από τη θάλασσα καταστρέφουν το Γαλαξείδι επανειλημμένα και οι κάτοικοι αναγκάζονται να μετοικίσουν είτε στους γύρω λόφους είτε στα μικρά νησιά του κόλπου. Σημαδιακός σταθμός αποτελεί η ένταξή του στο Δεσποτάτο της Ηπείρου το 1210, καρπός της οποίας αποτελεί το μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού (Αγιά-Σωτήρα) που ιδρύθηκε γύρω στο 1250 από τον Δεσπότη Μιχαήλ Β΄ Κομνηνό, σε λόφο δυτικά της πόλης.
Μετά από διαδοχικές περιπέτειες με Φράγκους και Ιωαννίτες ιππότες, η πόλη το 1446 υποτάσσεται στους Τούρκους. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, υφίσταται πολλές καταστροφές από σεισμούς και πειρατές, αλλά από τις αρχές του 18ου αι. αρχίζει μια μεγάλη περίοδος ναυτικής ανάπτυξης, ευημερίας και πνευματικής καλλιέργειας.
Το Γαλαξείδι στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας
Οι Γαλαξειδιώτες στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας (1821-1829) πολέμησαν και στεριά και θάλασσα και έδωσαν τα πάντα: σπίτια, καράβια, περιουσίες, τη ζωή τους. Μυημένοι από νωρίς στη Φιλική Εταιρεία, έτρεξαν από τους πρώτους της Στερεάς Ελλάδας, στις 27 Μαρτίου 1821, να υψώσουν τη σημαία της Ελευθερίας. Διέθεσαν αξιόλογη στρατιωτική δύναμη αλλά κυρίως με τα εξοπλισμένα καράβια τους εξασφάλιζαν την ελεύθερη κίνηση των ελληνικών πλοίων στον Κορινθιακό κόλπο. Γι' αυτό οι Τούρκοι κατέστρεψαν το Γαλαξείδι τρεις φορές: σκληρότερα στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, το Μάιο του 1825 με τον Κιουταχή και το Νοέμβριο του 1825, οπότε οι Γαλαξιδιώτες αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στα παράλια της Κορινθίας και αλλού.
Επάνω αριστερά, η λιθογραφία από το λεύκωμα του Louis Dupre απεικονίζει τον Γαλαξειδιώτη οπλαρχηγό Ιωάννη Δ. Μητρόπουλο να υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στο κάστρο των Σαλώνων (Άμφισσας), μετά την εκπόρθησή του από τους Έλληνες στις 10 Απριλίου 1821, ημέρα του Πάσχα.
Επάνω δεξιά, η επιζωγραφισμένη λιθογραφία με την υπογραφή του Maggie από την Κατάνια της Ιταλίας, εικονίζει τον Γαλαξειδιώτη Ηλία Γ. Μητρόπουλο, ο οποίος προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες κατά την πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών από τους Τούρκους το 1826. Γνώστης της αλβανικής γλώσσας και ντυμένος σαν Αλβανός, κατόρθωνε να περνά από τα τούρκικα φυλάκια και να φέρνει τα γράμματα των πολιορκημένων εκτός της Ακρόπολης - γι' αυτό τον ονόμασαν «περιστέρα». Μετά την Απελευθέρωση του απονεμήθηκε αργυρό μετάλλιο.
Ο οπλισμός του Αγώνα
Στο Μουσείο εκτίθεται φορητός οπλισμός που χρησιμοποιήθηκε από τους Γαλαξειδιώτες στον αγώνα της Ανεξαρτησίας και προήλθε από προγονική κληρονομιά, λάφυρα τουρκικά και δωρεές των φιλελλήνων.
Τα γνωστότερα και πιο διαδεδομένα όπλα ήταν:
. Το καριοφίλι, μακρύ εμπροσθογεμές
. Το γιαταγάνι, με μεγάλη και κυρτή προς το μέρος της αιχμής λεπίδα
. Η πάλα ή σπάθα με κυρτή λεπίδα, κύριο όπλο για τη μάχη εκ του πλησίον
. Οι πιστόλες ή κουμπούρια, εμπροσθογεμή πυροβόλα ποικίλων μεγεθών και σχημάτων. Οι αγωνιστές έφεραν συνήθως δύο πιστόλες τοποθετημένες στο σελαχλίκι - ένα είδος πλατιάς ζώνης με χωρίσματα.
Οι αγωνιστές στη θάλασσα, ως κύριο ατομικό οπλισμό είχαν το τρομπόνι και τη σπάθη με την ίσια λεπίδα. Το τρομπόνι ήταν κυρίως ναυτικό φορητό πυροβόλο όπλο, εμπροσθογεμές, με κάνη που σχηματίζει στο στόμιο χοάνη.
Ανάμεσα στα όπλα εκτίθενται το καριοφίλι του αγωνιστή Δημητρίου Λεβαντή, ενώ το καριοφίλι του αγωνιστή Σπύρου Ηλιακόπουλου είναι λάφυρο τουρκικό από τη μάχη του Φαλήρου, στην οποία στρατηγός ήταν ο Γ. Καραϊσκάκης. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα γαλαξειδιώτικα καράβια διατήρησαν τον οπλισμό τους μετά την Απελευθέρωση. Μερικά καράβια που γύρισαν στο Γαλαξείδι ήταν οπλισμένα, πιθανώς για να μπορούν να αντιμετωπίζουν τους πειρατές που ακόμα υπήρχαν στις θάλασσες.
Η υδατογραφία του Vincenzo Luzzo, ζωγραφισμένη στη Βενετία το 1877, εικονίζει το μπρίκι ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ, με μικρό κανόνι, τον καρονά, στην πρύμη. Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ είναι το μοναδικό ιστιοφόρο της Πινακοθήκης όπου διακρίνεται οπλισμός. Σε πολλούς Γαλαξειδιώτες απονεμήθηκαν Διπλώματα και Μετάλλια για τη συμμετοχή τους στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας της πατρίδας (1821-1829). Κάτω απεικονίζονται τα διπλώματα που απονεμήθηκαν στον Ανδρέα Κλάρα, στις 8 Απριλίου 1844, και στον Νικόλαο Βαβανάτσο, στις 28 Ιουνίου 1845.
Στο Μουσείο εκτίθεται λιθογραφία με τίτλο «Ο υπέρ Ανεξαρτησίας ιερός των Ελλήνων Αγών», σχεδιασμένη «υπό του εκ Μόσχας Φιλέλληνος Ιωαν. Πετρώφ τη 21 Μαΐου 1886. Εκ του εργαστηρίου Ιωαν. Δ. Νεραντζή εν Λειψία». Παρουσιάζει προσωπογραφίες του Βασιλέως Όθωνος Α΄, του Βασιλέως Γεωργίου Α΄, του Ρήγα Φεραίου, Ευεργετών και Φιλελλήνων. Φέρει αριστερά επάνω κείμενα του Κωνσταντίνου Σάθα, δεξιά επάνω του Αχιλλέα Παράσχου και στη μέση κείμενα που αναφέρονται στον Ρήγα Βελεστινλή.
Ελεύθερο Γαλαξείδι
Ναυτική και εμπορική ακμή (1830 - αρχές 20ού αιώνα)
Οι Γαλαξειδιώτες μετά τον αγώνα για την ανεξαρτησία της πατρίδας γύρισαν ελεύθεροι στην καμένη και γκρεμισμένη πολιτεία τους. Εργατικοί και δημιουργικοί, έχτισαν τις εκκλησίες, τα σχολεία και τα σπίτια, οργάνωσαν διοικητικά την πόλη και τακτοποίησαν περιουσιακά στοιχεία. Ετοίμασαν τα ναυπηγεία και άρχισαν πάλι τις ναυτιλιακές και εμπορικές δραστηριότητές τους. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η ναυτική πολιτεία ξαναβρήκε το ρυθμό της, γιατί μόνο η θάλασσα μπορούσε να της δώσει οικονομική ανάκαμψη.
Το Γαλαξείδι τη δεκαετία του 1870, την εποχή της μεγάλης ακμής των ιστιοφόρων, έγινε το δεύτερο κατά σειρά ναυτιλιακό κέντρο της Ελλάδας μετά τη Σύρο. Οι καταγραφές υπολογίζουν 100 ιστιοφόρα Α΄ κλάσεως και 250 Β΄ κλάσεως. Δεκαπέντε έως είκοσι καράβια, τα περισσότερα χτισμένα στα ναυπηγεία του Γαλαξειδιού, ρίχνονταν κάθε χρόνο στη θάλασσα, αυλακώνοντας τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα αλλά και διασχίζοντας τον Ατλαντικό Ωκεανό για να μεταφέρουν από και προς τα διάφορα λιμάνια ποικίλα εμπορεύματα. Την ίδια εποχή, η ναυτική πολιτεία απέκτησε τη σημερινή οικιστική μορφή της, με περίπου έξι χιλιάδες κατοίκους. Μετά το 1896 άρχισε προοδευτικά κα με γρήγορο ρυθμό η παρακμή αναπόφευκτα, καθώς οι Γαλαξειδιώτες δε συμβιβάστηκαν με τη νέα τεχνολογία, τον ατμό.
Ένα από τα παλαιότερα έγγραφα του απελευθερωμένου Γαλαξειδιού είναι το ιδιωτικό χειρόγραφο συμβόλαιο του 1830 με αντικείμενο την πώληση αγρού, αποκαλούμενο από τους συμβαλλόμενους «πολιτικό γράμμα». Το συμβόλαιο είναι θεωρημένο και σφραγισμένο από τη Δημογεροντία του τόπου με τη σφραγίδα της Δημογεροντίας Γαλαξειδίου, που περιέχει την Αθηνά με δόρυ και περικεφαλαία. Αγοραστής του αγρού είναι ο Καπετάν Κωνσταντής Δεδούσης (1790-1854), καραβοκύρης και πρόκριτος, ο οποίος ανήκε σε παλιά γαλαξειδιώτικη οικογένεια και με το πλοίο που έλαβε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις και πολιορκίες πόλεων στην Επανάσταση του 1821. Για πολλά χρόνια ήταν Δημογέροντας Γαλαξειδίου.
Ναυπηγεία - Ναυπηγοί
Τα ναυπηγεία (σκέρα) της τελευταίας ναυτικής και εμπορικής ακμής του Γαλαξειδιού δημιουργήθηκαν στη δεκαετία 1830-1840. Η ναυπήγηση, το «χτίσιμο» όπως λεγόταν η κατασκευή των ιστιοφόρων, γινόταν αρχικά στα δύο λιμάνια - την Αγορά και το Χηρόλακα. Αργότερα δημιουργήθηκαν ναυπηγεία στις παραλίες Βλίχα ή Καλαφάτης, Ρεβυθίστρα ή Βυστρίθρα, Καταλώνια (που τα χώριζαν σε Πέρα και Εδώθεν), Αμμοδιοσκούλες ή Κεντρί και Γιάννακη. Η ναυτική πολιτεία μετατράπηκε σε ένα μεγάλο εργαστήρι ξυλοναυπηγικής τέχνης, όπου κάθε χρόνο χτίζονταν όλο και μεγαλύτερα καράβια, κάποτε ξεπερνώντας τους χίλιους τόνους.
Στα ναυπηγεία του Γαλαξειδιού εργάστηκαν τον 19ο αιώνα ικανότατοι ναυπηγοί. Δεν είχαν φοιτήσει σε σχολές, δεν είχαν θεωρητικές γνώσεις. Νεότατοι μάθαιναν την παραδοσιακή ξυλοναυπηγική τέχνη κοντά στους πρακτικούς και έμπειρους «πρωτομάστορες» ή «αρχιναυπηγούς», όπως τους ανέφεραν στα έγγραφα και τα συμβόλαια ναυπηγήσεως καραβιών.
Σε μια επιζωγραφισμένη φωτογραφία, έργο του Πέτρου Δ. Πετρατζά, με τίτλο «Το Γαλαξείδιον κατά το έτος 1871» (επάνω, διακρίνονται οι θέσεις των ναυπηγείων την εποχή της τελευταίας ναυτικής και εμπορικής ακμής του Γαλαξειδιού. Στη μεγάλη συλλογή των πινάκων του Μουσείου με ιστιοφόρα που ναυπηγήθηκαν στο Γαλαξείδι, είναι λίγες οι φορές που τα ονόματα των ναυπηγών έχουν διασωθεί και ταυτίζονται με τα έργα τους.
Κατάστιχο γολέτας ΑΘΗΝΑ
Σημαντικά για τη μελέτη της ζωής των ναυτικών του 19ου αιώνα είναι τα στοιχεία που αναφέρουν οι καταχωρήσεις στα βιβλία - κατάστιχα των καραβιών. Το χαρτόδετο βιβλίο της γολέτας ΑΘΗΝΑ, που ανήκε στους Αυγέρη Ζαχαρόπουλο και Γεώργιο Κ. Αρβανίτη, μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες. Στις σελίδες 1-25 και 136-156 ο Γεώργιος Κ. Αρβανίτης γράφει τα έξοδα και τα έσοδα της γολέτας τα έτη 1835 έως 1859. Τα έξοδα αρχίζουν στην πρώτη σελίδα, στις 20 Οκτωβρίου 1835, όταν το πλοίο ήταν σε ναυπηγείο του Γαλαξειδιού. Στο κείμενο αναφέρονται λεπτομερώς οι αγορές υλικών και τροφίμων, καθώς και τα μεροκάματα του αρχιναυπηγού «μαστρογιάννη Κανάτα» και των μαστόρων. Στη δεύτερη σελίδα του βιβλίου, βρίσκεται η υπογραφή του Γεωργίου Κ Αρβανίτη, πολεμιστή στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας και Δήμαρχου Γαλαξειδίου από το 1846 μέχρι το 1856.
Ο σχεδιασμός και το χτίσιμο του καραβιού
Η πρώτη δουλειά του πρωτομάστορα - αρχιναυπηγού για την κατασκευή ενός σκάφους ήταν η σχεδίασή του πάνω σε χαρτί. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να υπολογίσει την ξυλεία (κερεστέ) που χρειαζόταν. Ακολουθούσε η αποτύπωση του σχεδίου του σκάφους πάνω σ' ένα δάπεδο από ξύλα, ανάλογο με το είδος και το μέγεθος του καραβιού, που το έλεγαν «σάλα». Όταν τελείωνε το σχεδίασμα πάνω στη σάλα, ξεχώριζε καθαρά ο σκελετός του καραβιού. Σύμφωνα με το σκαρί που ήταν αποτυπωμένο στη σάλα, άρχιζε το χτίσιμο. Δύο σχέδια που έχουν διασωθεί ανήκουν σε αρχιναυπηγούς. Το πρώτο, ιστιοφόρο τύπου μπάρκο-μπέστια, φέρει την υπογραφή του αρχιναυπηγού Κωνσταντίνου Μ. Παπαπέτρου και ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 1880.
Τα δεύτερο, του αρχιναυπηγού Νικολάου Α. Μιχαλόπουλου, με σχέδια δύο ιστιοφόρων, φέρει την υπογραφή του και χρονολογία 1903. Ο Νικόλαος Α. Μιχαλόπουλος (1849-1942) υπήρξε από τους τελευταίους αρχιναυπηγούς της εποχής των μεγάλων ιστιοφόρων του Γαλαξειδιού. Μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του Αναγνώστη, επίσης αρχιναυπηγό, καθώς και στον Κωνσταντίνο Μ. Παπαπέτρο. Όταν η παρακμή άγγιξε τη ναυτική πολιτεία, έφυγε απογοητευμένος και εγκαταστάθηκε πρώτα στην Πάτρα και μετά στην Καλαμάτα. Η νοσταλγία τον έφερε γέροντα πια στο Γαλαξείδι, όπου και πέθανε.
Οι κατασκευαστικές φάσεις του καραβιού είχαν την εξής σειρά: καρίνα, κοράκι, ποδόστημα, καθρέφτης, στραβόξυλα, έδρα, βαθυκά, φούρμες, σωτρόπι, μπρατσόλι, κουβέρτα, πέτσωμα, φέδρωμα, παραπέτο και κουπαστή. Τη σχεδίαση και κατασκευή μεγάλων σκαφών ανελάμβαναν οι πρωτομάστοροι ή αρχιναυπηγοί, που επέβλεπαν το χτίσιμο και το ρίξιμο των καραβιών στη θάλασσα. Εκτός από τους αρχιναυπηγούς, υπήρχαν οι ναυπηγοί που σχεδίαζαν και έχτιζαν μικρότερα σκάφη, οι μάστοροι που εργάζονταν στην κατασκευή και οι διάφοροι ειδικευμένοι τεχνίτες όπως οι καλαφάτες, οι χαλκείς, οι αρμαδώροι και οι βιλιέρηδες. Με το σκάφος έτοιμο αλλά χωρίς κανένα εξάρτημα, άρχιζε η προετοιμασία για το ρίξιμο, το οποίο γινόταν αμέσως μετά τον Αγιασμό και το Βάπτισμα. Ακολουθούσαν στο δεμένο στο λιμάνι σκάφος οι περίπλοκες και δύσκολες εργασίες του αρματώματος (άλμπουρα, πανιά, αντένες, ξάρτια κ.τ.λ.).
Ο καραβοκύρης και καπετάνιος Κωνσταντίνος Μ. Παπαπέτρος (1829 - 1907) αφοσιώθηκε στη ναυπηγική τέχνη όταν έπαψε να ταξιδεύει. Εργάστηκε στα ναυπηγεία του Γαλαξειδιού όπου σχεδίασε και ναυπήγησε πολλά ιστιοφόρα διαφόρων τύπων. Εξελέγη τρεις φορές Δήμαρχος Γαλαξειδίου και λάμπρυνε τη ναυτική πολιτεία με έργα αξιόλογα όπως η ρυμοτομία, ο ναός του Αγίου Νικολάου κ.ά. Προτομή του βρίσκεται στο Νεκροταφείο του Γαλαξειδιού. Η μεγάλη εμπειρία του Κων/νου Μ. Παπαπέτρου στη ναυπηγική τέχνη, καθώς και τα τέλεια σχέδια και ομοιώματα ιστιοφόρων που παρουσίαζε, του έφεραν μια σειρά από βραβεία, διπλώματα και επαίνους στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Εργαλεία Ναυπηγικής
Τα εργαλεία των μαστόρων της ξυλοναυπηγικής τέχνης παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Οι καραβομαραγκοί χρησιμοποιούσαν μεγάλο αριθμό χειροκίνητων εργαλείων για τις διάφορες φάσεις ναυπήγησης ενός ξύλινου σκάφους. Πολλά έμοιαζαν με τα εργαλεία του στεριανού ξυλουργού - μαραγκού, όπως η πλάνη.
Οι ματσόλες ήταν ένα είδος ξύλινου σφυριού που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες εργασίες. Ειδικά κατασκευασμένες ματσόλες χρησιμοποιούνταν για την εργασία του καλαφατίσματος, δηλαδή της στεγανοποίησης των αρμών του πετσώματος και της κουβέρτας καταστρώματος του σκάφους. Ειδικευμένοι τεχνίτες, οι καλαφάτες, χρησιμοποιούσαν ένα ψιλό κορδόνι αλειμμένο ελαφρά με κατράμι και το έχωναν στους αρμούς των μαδεριών με ειδικά εργαλεία - καλαφατικά σίδερα- που τα χτυπούσαν με τη ματσόλα.
Οι έμπειροι καλαφάτες καταλάβαιναν από τον ήχο του κτυπήματος, εάν η εργασία του καλαφατίσματος είχε το αποτέλεσμα που ήθελαν.
Με την ξύλινη σέσουλα ή σέδουλα έβρεχαν τις εξωτερικές πλευρές του καραβιού για να μην «ξερομαχιάζει», δηλαδή για να μην ανοίγει το ξύλο από τη ζέστη. Την εποχή των ιστιοφόρων υπήρχαν στο Γαλαξείδι πολλά σιδηρουργεία γύφτικα. Οι σιδηρουργοί ή «χαλκείς» κατασκεύαζαν διάφορα μεταλλικά εξαρτήματα, όπως γάντζους και καρφιά ή γκιαβέτες. Η τριβέλα ή αρίδα ήταν το μεγάλο τρυπάνι. Στα ξυλοναυπηγεία υπήρχαν πολλά είδη χειροκίνητων τρυπανιών. Ήταν φτιαγμένα από σίδερο και τα κατασκεύαζαν τοπικοί ή πλανόδιοι σιδεράδες. Με το τρυπάνι άνοιγαν τρύπες. Άρχιζαν με λεπτά τρυπάνια και συνέχιζαν διαδοχικά με πιο χοντρά, μέχρι να φτάσουν στην τελική διάμετρο της τρύπας που ήθελαν να ανοίξουν.
Όταν τελείωνε το χτίσιμο του καραβιού, το έριχναν στη θάλασσα. Με μια μεγάλη ματσόλα έλυναν τις τελευταίες σφήνες που συγκρατούσαν τα βάζα, στα οποία στηριζόταν το σκάφος. Στα ναυπηγεία του Γαλαξειδιού τον 19ο αιώνα, η ξυλοναυπηγική τέχνη παρουσίασε με άξιους ναυπηγούς μια σειρά από τα ωραιότερα και πιο καλοτάξιδα ελληνόκτητα ιστιοφόρα καράβια. Οι Γαλαξειδιώτες, με την εξαίρετη ναυτική τους ικανότητα και την εμπειρία στο εμπόριο, ταξίδεψαν με αυτά σε ελληνικά και ξένα λιμάνια δένοντας έτσι ακόμα έναν κρίκο στην αλυσίδα της μακράς ιστορίας της Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας.
Σχοινιά και ναυτικοί κόμποι
Σχοινιά πολλών εκατοντάδων μέτρων ήταν απαραίτητα για τα πανιά του καραβιού αλλά και για άλλες εργασίες. Ανάλογα με τη χρήση τους ήταν το πάχος, το μήκος και το πλέξιμό τους. Για την κατασκευή τους χρησιμοποιούνταν εξειδικευμένα εργαλεία:
Το στριφτίρι σχοινιών, ήταν εργαλείο για το στρίψιμο των σχοινιών με το χέρι.
Ο στριπτήρ, ήταν ειδικά χειροκίνητο μηχάνημα για το στρίψιμο των σχοινιών.
Η καβίλια χρησιμοποιούνταν για ματισιές και γάσες των κάβων - σχοινιών.
Η ματσόλα, ήταν ειδικό ξύλινο σφυρί για να ισιώσουν τα ξάρτια.
Με τα σχοινιά σχημάτιζαν και ειδικούς ναυτικούς κόμπους και θηλιές, που ανάλογα με τον προορισμό του ο καθένας είχε τη δική του ειδική ονομασία.
Ιστία (Πανιά)
Τα ιστία - πανιά - των ιστιοφόρων καραβιών τα ύφαιναν στο Γαλαξείδι ή τα έφερναν από το εξωτερικό.
Ειδικευμένοι τεχνίτες, οι βιλιέρηδες, τα σχεδίαζαν, τα έκοβαν και τα έραβαν ανάλογα με τον τύπο της ιστιοφορίας και το μέγεθος του καραβιού. Η εργασία γινόταν στην ύπαιθρο και το χειμώνα στους επάνω ορόφους των σπιτιών, το αβέρτο, που δεν είχε εσωτερικά χωρίσματα.
Το ράψιμο ή διόρθωμα των πανιών γινόταν με βελόνες (σακοράφες) και σπάγκο αλειμμένο με κερί. Για να τρυπήσει η σακοράφα το χοντρό πανί, την έσπρωχναν με το βαρδαμά. Ο βαρδαμάς ήταν φτιαγμένος σαν γάντι χωρίς δάχτυλα, από χοντρό πετσί ή καραβόπανο, και το φορούσαν στην παλάμη και στον αντίχειρα του δεξιού χεριού. Πάνω στο βαρδαμά, από το μέρος της παλάμης, στερέωναν ένα μεταλλικό εξάρτημα σε μέγεθος και σχήμα δεκάρας για να γίνεται ανώδυνη η πίεση από τη σακοράφα που τρυπούσε το πανί.
Τύποι ιστιοφόρων που ναυπηγήθηκαν στο Γαλαξείδι
Στα ναυπηγεία του Γαλαξειδιού ναυπηγήθηκαν διάφοροι τύποι ιστιοφόρων σκαφών, που είχαν τις τοπικές ονομασίες τους. Ο συνδυασμός και η διάταξη της ιστιοφορίας προσδιόριζαν συχνά τον τύπο. Οι Γαλαξειδιώτες την περίοδο της τελευταίας ναυτικής και εμπορικής ακμής του Γαλαξειδιού προτίμησαν τα μπρίκια, όπως μαρτυρούν οι διάφορες καταγραφές. Τα μεγαλύτερα ιστιοφόρα όπως τα μπρίκια, μπάρκα και μπάρκο - μπέστια, ταξίδευαν και στις ανοιχτές θάλασσες έξω από τη Μεσόγειο. Ωστόσο, ο τύπος ενός σκάφους δεν προσδιόριζε το απαραίτητο φορτίο του.
. Μούλος ή Ερμαφρόδιτος, με δύο άλμπουρα. Έχει ράντα και φλέσι στο πρυμνιό, ράντα και τρία σταυρωτά πανιά στο πλωριό, μία στραλιέρα και φλόκους.
. Μπρατσέρα: Στα δύο άλμπουρα έχει δύο ψάθες για κύρια πανιά και ένα έως τρεις φλόκους.
. Ραντοψάθι: Ο όρος ραντοψάθι είναι κυρίως γαλαξειδιώτικος. Χαρακτηρίζεται από μία ψάθα στο πλωριό άλμπουρο και μία ράντα στο πρυμνιό. Έχει ένα ή περισσότερους φλόκους. Μερικά ραντοψάθια έχουν και φλέσι. Είναι ενδιάμεσος τύπος μεταξύ μπρατσέρας και λόβερ.
. Λόβερ: Το λόβερ με τα δύο άλμπουρα έχει δύο ράντες και φλέσι, τρεις ή τέσσερις φλόκους και στραλιέρες. Μπορεί να έχει και τρία άλμπουρα.
. Σκούνα: Στο πρυμνιό άλμπουρο έχει μία ράντα με φλέσι και στο πλωριό πέντε σταυρωτά πανιά. Ανάμεσα στα άλμπουρα τρεις ή τέσσερις στραλιέρες και στην πλώρη, πάνω από το μπαστούνι, τέσσερις φλόκους.
. Μπάρκο - Μπέστια: Ο μεγαλύτερος τύπος ιστιοφόρου που ναυπηγήθηκε στο Γαλαξείδι με τρία άλμπουρα. Το πρυμνιό και το μεσαίο άλμπουρο έχουν ράντα και φλέσι, το πλωριό πανιά με σταύρωση. Στην πλώρη βρίσκονται οι φλόκοι.
. Μπρίκι: Στο άλμπουρο της πρύμης έχει ράντα και σταυρωτά πανιά, και στο άλμπουρο της πλώρης μόνο σταυρωτά πανιά. Ανάμεσα στα άλμπουρα στραλιέρες, και στην πλώρη τους φλόκους.
. Μπάρκο: Με τρία άλμπουρα. Στο άλμπουρο της πρύμης έχει ράντα και φλέσι και στα άλλα δύο σταυρωτά πανιά. Ανάμεσα στα άλμπουρα στραλιέρες και πάνω από το μπαστούνι φλόκους.
ΚΛΙΜΑΚΟΣΤΑΣΙΟ & ΑΙΘΟΥΣΑ III
Το αρμάτωμα - εξαρτήματα ιστιοφόρων
Όταν στα ναυπηγεία - σκέρα - τελείωνε το χτίσιμο του καραβιού, ήταν έτοιμο μόνο το κύριο σώμα του, χωρίς κανένα εξάρτημα. Μετά το ρίξιμο του σκάφους στη θάλασσα, το ρυμουλκούσαν «αρόδο» στο σκέρο, ή συνηθέστερα το αγκυροβολούσαν στο λιμάνι, όπου γινόταν το αρμάτωμα. Το αρμάτωμα (γνωστό επίσης ως «αρματωσιά» ή «εξαρτισμός»), ήταν τα διάφορα τμήματα, εξαρτήματα και υλικά που εξασφάλιζαν την κίνηση, την ασφάλεια, τη ζωή και τον καλλωπισμό του ιστιοφόρου. Αυτό ήταν έργο ειδικευμένων μαστόρων και τεχνιτών, των αρμαδώρων. Το αρμάτωμα το αποτελούσαν:
Το άλμπουρο - κατάρτι - ιστός - κολώνα
Το αλμπούρισμα, η τοποθέτηση των άλμπουρων, ήταν η πιο δύσκολη εργασία του αρματώματος. Τα άλμπουρα είχαν ύψος 20 έως 30 μέτρα με πάχος και βάρος ανάλογο με τον τύπο και το μέγεθος του καραβιού. Σε ορισμένους τύπους ιστιοφόρων τοποθετούσαν πάνω στο άλμπουρο και πρόσθετο κομμάτι, μικρότερο σε μήκος, το αλμπουρέτο, και, όταν έπρεπε, και δεύτερο, το κόντρα αλμπουρέτο. Το άλμπουρο έφθανε μέχρι το πανιόλο του καραβιού, πάνω στο σωτρόπι.
Οι Γαλαξειδιώτες, για να αναγνωρίζονται από μακριά τα καράβια τους, έβαφαν το κάτω τμήμα των άλμπουρων άσπρο. Στους ναυτικούς κύκλους της εποχής ήταν γνωστά τα «Γαλαξειδιώτικα καράβια με τις άσπρες κολώνες».
. Οι αντένες που συγκρατούν τα πανιά.
. Η κάτσα, που συνδέει την αντένα με το άλμπουρο.
. Τα μπρούλια, που συγκρατούν την κάτσα στο άλμπουρο.
. Η ντρότσα, που στερεώνει την αντένα με το άλμπουρο.
. Τα ξάρτια, συρματόσχοινα, και τα παραξάρτια, σιδερένιες χονδρές βέργες, απαραίτητα εξαρτήματα δεμένα και στερεωμένα γερά, συγκρατούσαν το άλμπουρο, που έπρεπε να αντέξει στο βάρος των πανιών και τη δύναμη του αέρα.
. Η μπαγιότα - μπιγότα είναι στρογγυλή και επίπεδη στις δύο πλευρές, καμωμένη από άγριο ξύλο σε διάφορα μεγέθη με τρεις τρύπες στη μέση - τα λεγόμενα «μάτια». Από τις τρύπες περνούσε σχοινί που, δεμένο ανάλογα, βοηθούσε να τεντώνουν και να σταθεροποιούν τα ξάρτια.
. Ο μακαράς είχε πολλαπλή χρησιμότητα στα ιστιοφόρα. Υπήρχαν διάφοροι τύποι και μεγέθη. Κάθε μακαράς, ανάλογα με τον προορισμό του, είχε από ένα έως τέσσερα διάκενα, τα λεγόμενα «μάτια». Σε κάθε μάτι ήταν τοποθετημένη μια τροχαλία, το ράουλο, ξύλινη αυλακωτή στον περίγυρό της, απ' όπου περνούσε το σχοινί. Οι μακαράδες ήταν απαραίτητο για τις μανούβρες και την κίνηση των πανιών, αλλά και για το σήκωμα και κατέβασμα μικρών και μεγάλων φορτίων ή εξαρτημάτων του καραβιού.
. Η παπαδιά ή καθρέφτης
Είναι η ξυλόγλυπτη διακόσμηση της πρύμης, ανήκει στο ιστιοφόρο «ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ» του Γεωργίου Κουτσάφτη, 1908.
. Τα φανάρια
Πάνω στα ξάρτια, στο κάτω μέρος του άλμπουρου της πλώρης, ήταν τοποθετημένα τα πλευρικά φανάρια πορείας του καραβιού, το κόκκινο αριστερά και το πράσινο δεξιά. Είχαν άνοιγμα 90ο και φώτιζαν με λάμπες πετρελαίου καλά ασφαλισμένες μέσα στις φαναριέρες. Το φανάρι της «κορώνης» ήταν τοποθετημένο στον καθρέφτη της πρύμης και κάτω από τα κάγκελα. Είχε άνοιγμα 180ο.
. Η άγκυρα
Κάθε καράβι έχει δύο άγκυρες στην πλώρη, που τις διέκριναν με δύο ονομασίες: τη «σπεράντσα» και τη «σεγκόντα». Εκτός από τις δύο, είχε και μία στην πρύμνη, πιο μικρή, το «αγκουρέτο», που τη φουντάριζαν σε ώρα ανάγκης.
. Η καμπάνα
Στην πλώρη του καραβιού ήταν κρεμασμένη μια καμπάνα με την οποία σήμαιναν τις ώρες για την αλλαγή της βάρδιας και ειδοποιούσαν σε διάφορες περιπτώσεις κινδύνου.
ΑΙΘΟΥΣΑ IV / ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ
Η Πινακοθήκη του Ναυτικού και Ιστορικού Μουσείου Γαλαξειδίου περιλαμβάνει τη μεγαλύτερη στο πανελλήνιο συλλογή ζωγραφικών πινάκων ιστιοφόρων. Όλα τους είναι γαλαξειδιώτικα, ναυπηγημένα στο Γαλαξείδι, εκτός από δύο που έχουν ναυπηγηθεί στην Τεργέστη και τη Σύρο. Περιλαμβάνει, επίσης, πίνακες με ατμόπλοια και πίνακες με διάφορα θέματα. Οι πίνακες, κατανεμημένοι στις διάφορες θεματικές ενότητες και στην αίθουσα της Πινακοθήκης, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν οι πίνακες ιστιοφόρων του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Πρόκειται για έργα ξένων ζωγράφων, των πορτραιτιστών ή ζωγράφων των λιμανιών, κυρίως της Μεσογείου, που καθισμένοι στην προκυμαία ζωγράφιζαν με κάθε λεπτομέρεια τα αραγμένα καράβια. Εκτός από την καλλιτεχνική τους αξία, παρέχουν πολύτιμες και συχνά μοναδικές μαρτυρίες για την κατασκευή, τον εξαρτισμό, την ιστιοφορία, την ιδιοκτησία και τους τύπους των γαλαξειδιώτικων καραβιών, καθώς επίσης για τα λιμάνια με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι ζωγράφοι ιστιοφόρων του 20ου αιώνα, κυρίως Έλληνες, νοσταλγοί του παρελθόντος, που ζωγράφιζαν τα καράβια από περιγραφές ή από τη φαντασία τους.
Ξένοι ζωγράφοι (19ος - αρχές 20ού αι.)
Οι Γάλλοι ζωγράφοι πορτραιτίστες μας παρουσιάζουν στην Πινακοθήκη έργα εξαιρετικής ποιότητας. Ο Louis Roux (1817-1903) είχε εργαστήριο στη Μασσαλία. Είναι περισσότερο γνωστός ως ζωγράφος ιστιοφόρων αναψυχής. Η εξαίρετη όμως εργασία του σε ιστιοφόρα εμπορικά σκάφη τον φέρνει στην ίδια γραμμή με τους γνωστούς Γάλλους ζωγράφους ιστιοφόρων εμπορικών και πολεμικών πλοίων. Σε πολλούς πίνακές τους διακρίνονται τα κτίρια του λιμανιού της Μασσαλίας. Ο Louis και ο Miche Renault, και ο λιγότερο γνωστός Louis P. Renault, ήταν και αυτοί Γάλλοι καλλιτέχνες από τη Μασσαλία. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εργάστηκαν στο Λιβόρνο. Η δουλειά τους είναι εξαιρετικής ποιότητας. Ο Joseph Honore Pelegrin ήταν Γάλλος ζωγράφος του λιμανιού που εργάστηκε στη Μασσαλία από το 1873 έως το 1870 περίπου. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του, εκτός του ότι ήταν παραγωγικότατος.
Εντυπωσιακή είναι στην Πινακοθήκη η παρουσία της οικογένειας Luzzo από τη Βενετία. Τρεις γενιές Ιταλών ζωγράφων του λιμανιού μας έδωσαν πολύτιμα στοιχεία για τα ιστιοφόρα της εποχής, τους τύπους, τις αρματωσιές και τα πανιά τους. Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο Giovani ή Gio (1808-1884), που είχε δέκα παιδιά. Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Vincenzo (γεν. 1841), επίσης πατέρας δέκα παιδιών, ακολούθησε την τέχνη του πατέρα του. Ο αδελφός του Vincenzo ήταν κι αυτός ζωγράφος. Ο Antonio (1855-1907) έμαθε την τέχνη στο γιο του Giovani (1889-1965), που ήταν η τρίτη γενιά με το ίδιο επάγγελμα. Χαρακτηριστικό των Luzo είναι ότι στους περισσότερους πίνακες εικονίζεται πίσω από το ιστιοφόρο η Βενετία, με τα κτίρια της πλατείας San Marco και γόνδολες με γονδολιέρηδες που κωπηλατούν.
Από την Ιταλία αντιπροσωπεύονται
Ο Luigi Roberto που εργάστηκε στη Νεάπολη στο τέλος του 19ου αιώνα. Συχνά στους πίνακές του εικονίζει το ηφαίστειο της Νεάπολης Βεζούβιο, ήρεμο και γαλήνιο.
Ο De Simone, από τη Νεάπολη, ο οποίος εργάστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Ο S. Mengucci, πιθανόν από την Ανκόνα.
Ο Γιουγκοσλάβος B. Ivankovic (1815 - 1898) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη αλλά έζησε στην Τεργέστη.
Ήταν καπετάνιος στο εμπορικό ναυτικό και εξαιρετικά παραγωγικός ζωγράφος. Οι πίνακές του προδίδουν ευαίσθητο και λεπτό χέρι.
Ο G. D Esposito έζησε στη Μάλτα και παρουσιάζει έργο που φανερώνει τεχνική τελειότητα. Η θάλασσα στους πίνακές του είναι διάφανη και το φως απαλό. Συχνά διακρίνονται σπίτια και άλλα χαρακτηριστικά σημεία της Μάλτας πίσω από το ιστιοφόρο. Οι περισσότεροι πίνακές του ανήκουν στις αρχές του 20ού αιώνα.
Έλληνες Ζωγράφοι (20ος αι.)
Οι Έλληνες ζωγράφοι της Πινακοθήκης ανήκουν όλοι στον 20ο αιώνα. Οι πίνακες ζωγραφίστηκαν από ζωγράφους έμπειρους ή λαiκούς, κυρίως ναυτικούς, που προσπάθησαν από μνήμης να αποδώσουν όσο καλύτερα μπορούσαν ό,τι για χρόνια γέμιζε τη ζωή τους.
Οι περισσότεροι είναι Γαλαξειδιώτες, Α. Ανδρεόπουλος, Σ. Βασιλείου, Γ. Γεωργίου, Α. Γλύκας, Μ. Ζαχαριαδάκης, Κ. Ζουρνατζής, Μ. Θεοδοσίου, Γ. Κοκκινογεώργης, Η. Κουτρέτσος, Α. Μπομπογιάννης, Σ. Νάνος, Π. Πετρατζάς, Η. Σκούρτης, Γ. Τσαουσάκης, Β. Χατζαναργύρου, Ν. Χριστόπουλος. Ο Αριστείδης Γλύκας (1870-1940) γεννήθηκε στον Πάτο, Βροντάδου Χίου. Πολύ μικρός μπαρκάρισε, αλλά φαίνεται ότι νωρίς εκδηλώθηκε η αγάπη του για τη ζωγραφική, ώστε το 1907 άφησε τη θάλασσα και αφιερώθηκε σ' αυτήν. Έγινε γνωστός, και οι παραγγελίες έρχονταν όχι μόνο από την Χίο αλλά και από άλλα μέρη της Ελλάδας. Ζωγράφιζε κυρίως ιστιοφόρα κι αργότερα αμτόπλοια. Το 1916 εγκαταστάθηκε στον Πειραιά όπου συνέχισε τη ζωγραφική του.
Ατμόπλοια
Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα τελειώνει η εποχή των μεγάλων ιστιοφόρων στο Γαλαξείδι. Οι ναυπηγήσεις γίνονται αραιότερες και αρχίζει με γρήγορο ρυθμό η παρακμή.
Πολλοί Γαλαξειδιώτες, ωστόσο, προσπαθούσαν ήδη από το 1883 να προσαρμοσθούν στις καινούργιες απαιτήσεις της τεχνολογίας αγοράζοντας ατμόπλοια. Τα μηχανοκίνητα όμως πλοία δημιούργησαν νέες συνθήκες στις οποίες οι Γαλαξειδιώτες δεν προσαρμόστηκαν. Τα οικονομικά μεγέθη που απαιτούσε η νέα τεχνολογία κατασκευής ή αγοράς ατμοπλοίων, η δυσκολία αποδοχής της έννοιας του συνεταιρισμού σε συνδυασμό με την υφιστάμενη νοοτροπία του ανεξάρτητου καπετάνιου/ιδιοκτήτη και οι καινούργιοι εμπορικοί θαλάσσιοι δρόμοι, υπήρξαν οι αιτίες που το Γαλαξείδι του 20ού αιώνα δεν ανταποκρίθηκε στην τεχνολογική πρόκληση της εποχής και έπαψε να συμμετέχει στην ανάπτυξη της σύγχρονης Εμπορικής Ναυτιλίας.
Η απασχόληση όμως στη θάλασσα παρέμεινε κύρια βιοποριστική εργασία του πληθυσμιακού του δυναμικού και ως τις μέρες μας η αναλογία ανωτέρω και κατωτέρων πληρωμάτων από Γαλαξειδιώτες στα διάφορα ελληνόκτητα πλοία είναι σημαντική.
Το ακρόπρωρο - η γοργόνα - η φιγούρα
Στην πλώρη του καραβιού τοποθετούσαν το ακρόπρωρο. Όπως πίστευαν οι ναυτικοί, το ακρόπρωρο ήταν η προσωποποιημένη ψυχή του καραβιού. Έδιωχνε το κακό, έδινε δύναμη και προστασία στο πλήρωμα και έφερνε πλούτο και αφθονία αγαθών. Τα τέσσερα ακρόπρωρα του Μουσείου ανήκουν σε γαλαξειδιώτικα ιστιοφόρα αλλά δεν είναι γνωστό αν έχουν κατασκευαστεί στο Γαλαξείδι.
ΑΙΘΟΥΣΑ V
Το εμπορικό ταξίδι και η ναυτιλιακή επιχείρηση
Σύμφωνα με τις διατάξεις της εποχής (Β.Δ. 14 Νοεμβρίου 1836 «Περί Εμπορικής Ναυτιλίας»), το πλοίο, για να ταξιδέψει, έπρεπε να νηολογηθεί και να αναγνωριστούν η ιδιοκτησία και η εθνικότητά του. Μετά από ορισμένα πιστοποιητικά που έπρεπε να υποβληθούν στη Λιμενική Αρχή, γινόταν έλεγχος όλων των στοιχείων του καραβιού, όπως, μήκος, πλάτος, βύθισμα, χωρητικότητα, καλή κατασκευή, καθώς και εάν πληρούνταν οι όροι για τον «εξαρτισμό» και την «αποσκευή».
Η Λιμενική Αρχή προσδιόριζε την Κλάση του, Α΄ ή Β΄, και το καταχωρούσε στο Νηολόγιο με αύξοντα αριθμό νηολογήσεως. Το Πιστοποιητικό Εθνικότητας το έδινε το Υπουργείο Ναυτικών. Τα λιγοστά στοιχεία που έχουν διασωθεί σχετικά με το θαλασσινό εμπορικό ταξίδι των γαλαξειδιώτικων ιστιοφόρων, μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη ναυτιλιακή επιχείρηση εκείνης της εποχής. Απαραίτητα σε κάθε ταξίδι ήταν ορισμένα έγγραφα και βιβλία.
Όργανα και εργαλεία ναυτιλίας
Οκτάντας, εξάντας ή παλαίστρα
Το όργανο με το οποίο έγινε δυνατή η μέτρηση γωνιών μεταξύ ουράνιων σωμάτων, ή του ύψους τους πάνω από τον ορίζοντα, από τους αρχαίους Έλληνες αστρονόμους ήταν ο αστρολάβος. Αργότερα, τον 5ο αιώνα, προσαρμόστηκε από τους Πορτογάλους σε ναυτικό αστρολάβο για τα ταξίδια τους στους ωκεανούς και εξελικτικά, για λόγους ακρίβειας και πρακτικότητας, αντικαταστάθηκε από τον τετράντα περί το 1725, τον οκτάντα το 1731 και τον εξάντα το 1757.
Τα ναυτιλιακά αυτά όργανα, ιδιαίτερα μετά τον τετράντα, είναι δικάτοπτρα γωνιομετρικά όργανα που προορίζονται για τη μέτρηση οριζόντιων και κατακόρυφων γωνιών, χρήσιμων στη ναυτιλία. Πήραν τα ονόματά τους από το εύρος των γωνιών που σχηματίζουν τα κάτοπτρά τους.
Ναυτικό Χρονόμετρο
Πρωτοκατασκευάστηκε από τον Άγγλο τεχνίτη ξυλουργό John Harrison το 1761, ο οποίος κέρδισε τον σχετικό διαγωνισμό ακρίβειας ½ μοίρας (2 πρώτων λεπτών της ώρας). Το 1772 ο Harrison πήρε το πρώτο βραβείο για την «εύρεση πρακτικού και χρήσιμου τρόπου και οργάνου προς προσδιορισμό του γεωγραφικού μήκους στη θάλασσα».
Η ανακάλυψη του ναυτικού χρονόμετρου, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα μέτρησης του ύψους των ουράνιων σωμάτων με ακρίβεια, που έδωσαν ο οκτάς και στη συνέχεια ο εξάς, αποτελούν έναν από τους πρώτους, ίσως τον πρώτο σε σπουδαιότητα, σταθμούς στην ιστορία προόδου της ναυτιλίας, γιατί έκαναν εφικτό τον προσδιορισμό της θέσης του πλοίου στη θάλασσα, χωρίς συσχετισμό με τις ακτές, που στην ουσία είναι η βάση της αστρονομικής ναυτιλίας.
Πυξίδα - Μπούσουλας
Η κατεύθυνση του πλοίου προς τον προορισμό του και τη μέτρηση των διευθύνσεων, ως προς το Βορρά, των διαφόρων διοπτεύσεων για το συσχετισμό του πλοίου με τις γύρω ακτές, ήταν ανέκαθεν μια βασική ανάγκη της ναυτιλίας, κυρίως αν δεν υπήρχαν κατευθυντήρια σημεία ξηράς. Την ανάγκη αυτή την κάλυψε για πρώτη φορά η μαγνητική πυξίδα, κινέζικη ανακάλυψη του 7ου μ.Χ. αιώνα, που φαίνεται ότι διαδόθηκε στους Ευρωπαίους μέσω Βυζαντινών (μαγνητική πυξίδα στο πλοίο «Άγιος Νικόλαος» το 1294 μ.Χ.), Περσών και Αράβων. Ως εφευρέτης της πυξίδας με ανεμολόγιο φέρεται ο Πορτογάλος Ferrante το 1483. Η μαγνητική πυξίδα αποτέλεσε και αποτελεί, παρά τις εξελίξεις, ένα από τα κύρια ναυτιλιακά όργανα κάθε πλοίου. Η γυροπυξίδα, που βασίζεται σε άλλη αρχή λειτουργίας, παρόλο που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο, δεν αντικατέστησε σε αξιοπιστία τη μαγνητική πυξίδα.
Οι πυξίδες έχουν διάφορα επίθετα, ανάλογα με τον τρόπο που τηρούνται σταθερές στο Βορρά (μαγνητικές, γυροσκοπικές και άλλες) ή την χρησιμότητά τους (π.χ. ιθυντηρία, διοπτηρία, επιλέμβιος). Ανεμολόγιο είναι οι υποδιαιρέσεις και οι συμβολισμοί του λεπτού δίσκου αναγνώσεως που περιέχει τη μαγνητική βελόνη της πυξίδας και στρέφεται μαζί της. Υπάρχουν περιφερικά και τεταρτοκυκλικά ανεμολόγια, υποδιαιρεμένα σε μοίρες, βαθμούς, ρόμβους κτλ. Η πυξίδα έδωσε στη ναυτιλία σοβαρή ώθηση, αφού υπήρχε πλέον ο τρόπος της σχετικά ακριβούς κατεύθυνσης (πορείας) χωρίς ορατό συσχετισμό με τη γύρω ξηρά.
Δρομόμετρο - Παρκέτα
Ο ναυτιλλόμενος, για να μετρήσει την ταχύτητα του πλοίου, επινόησε το δρομόμετρο. Σαν πρώτο δρομόμετρο θα πρέπει να χρησιμοποιήθηκε ένα απλό ξύλο, που το έριχναν από την πλώρη του πλοίου, για να μετρήσουν πόσο χρόνο έκανε να το φτάσει η πρύμνη, γνωρίζοντας την απόσταση πλώρης - πρύμνης. Έτσι όμως δε μετριόταν η ταχύτητα με ακρίβεια, γιατί το ξύλο δεν έμενε ακίνητο, λόγω κυμάτων, ούτε η απόσταση ήταν αρκετή, ιδίως σε μικρά πλοία. Έτσι επινοήθηκε το πρώτο κοινό δρομόμετρο, που αφηνόταν στη θάλασσα από την πρύμνη των πλοίων, όπως φαίνεται στο σχήμα κάτω, και όταν το δελτίο βρισκόταν μακριά από τα απόνερα του πλοίου, οι κόμβοι που είχαν επίτηδες τοποθετηθεί στο παρκετόσχοινο περνούσαν από την κουπαστή της πρύμνης σε αριθμό αντίστοιχο των μιλίων ανά ώρα, που έτρεχε το πλοίο.
Αυτός είναι ο λόγος που στις ταχύτητες των πλοίων αντί να λέμε «μίλια την ώρα», χρησιμοποιούμε τον όρο «κόμβοι». Ο χρόνος μετριόταν με «αμμωτό» (αρχαία κλεψύδρα) διαφορετικής ανάλογα διάρκειας χρόνου. Ακολούθησαν εξελικτικοί τύποι του δρομόμετρου αυτού, όπως το μηχανικό δρομόμετρο και το αυτογραφικό (π.χ. Harpoon) ρυμουλκούμενου τύπου, που είναι και ο παλαιότερος, και αργότερα τα δρομόμετρα γάστρας, που είναι μόνιμα προσαρμοσμένα στη γάστρα (πυθμένα) του πλοίου.
Ναυτικοί χάρτες
Ο ναυτίλος είχε πάντοτε ανάγκη σχεδιαγραμμάτων της επιφάνειας της γης στην περιοχή που ταξίδευε, πάνω στα οποία αποτύπωνε την πορεία και τη θέση (στίγμα) του πλοίου του, ώστε να μπορεί να εκτιμά πού βρίσκεται, σχετικά με τις γύρω ακτές και με τον προορισμό του. Τα σχεδιαγράμματα αυτά, όταν απέκτησαν πολλά στοιχεία, μεγαλύτερη σχετικά ακρίβεια και ήταν χρήσιμα για αλλεπάλληλα ταξίδια, ονομάστηκαν χάρτες, και στην περίπτωσή μας, ναυτικοί χάρτες.
Κύριες απαιτήσεις του ναυτιλλόμενου από τον ναυτικό χάρτη ήταν πάντα να απεικονίζει με πρακτική ακρίβεια τις λεπτομέρειες που τον ενδιέφεραν - ακτές, βάθη, καταφανή σημεία ακτής κτλ. - να έχει κλίμακα σε σχέση με το φυσικό μέγεθος, ώστε να εξυπηρετεί την χρήση πάνω σε πλοίο και να επιτρέπει την εύκολη μέτρηση αποστάσεων.
Μεγάλος σταθμός τόσο για τους ναυτικούς χάρτες, όσο και για τη ναυτιλία γενικότερα, υπήρξε η ανακάλυψη του Φλαμανδού μαθηματικού Gerardus Mercator, ο οποίος τον 16ο αιώνα επινόησε μια προβολή της επιφάνειας της γης πάνω σε επίπεδο, την οποία ονομάζουμε σήμερα μερκατορική. Εμφάνιζε τη λοξοδρομία ως ευθεία, χωρίς να παραμορφώνει τις γωνίες, διατηρούσε την ομοιότητα των μικρών σχημάτων και παρείχε απλό τρόπο μέτρησης των αποστάσεων, με κλίμακα την ίδια του γεωγραφικού πλάτους.
Ναυτικά εργαλεία για εργασίες πάνω στο χάρτη
Βαρόμετρο, βαρογράφος, θερμόμετρο
Την εποχή που δεν υπήρχαν εκπομπές δελτίων καιρού ούτε ασύρματες επικοινωνίες, η πρόβλεψη του καιρού για τον ναυτικό των ιστιοφόρων βασιζόταν στην εμπειρία του και σε απλά όργανα όπως είναι:
Το βαρόμετρο, που δείχνει την ατμοσφαιρική πίεση
Ο βαρογράφος, που επί πλέον την καταγράφει συνεχώς και
Το θερμόμετρο, που δείχνει τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος.
Σκαντάγιο - σκαντάλιο ή βολίδα
Ένα από τα πιο παλιά όργανα της ναυτιλίας με το οποίο μετρούσαν το βάθος της θάλασσας ήταν το σκαντάγιο, σκαντάλιο ή βολίδα. Το σκανταγιάρισμα ή μέτρημα του βάθους ήταν απαραίτητο όταν το καράβι περνούσε από ρηχά νερά κοντά σε ξέρες, στις προσεγγίσεις στα λιμάνια προορισμού ή σε άγνωστα λιμάνια. Ήταν συνήθως μολυβένιο και δεμένο με σχοινί, το σκανταγιόσχοινο. Σε ορισμένες αποστάσεις του σχοινιού αυτού ήταν δεμένα κομμάτια χρωματιστών πανιών, που έδειχναν το βάθος σε πόδια ή οργιές. Για να ξέρουν πώς είναι ο βυθός, περνούσαν το σκαντάγιο με λιπαρή ουσία, όπου κολλούσε ανάλογα λάσπη, άμμος ή φύκια.
Θαλάσσιοι εμπορικοί δρόμοι
Ο καπετάνιος, που συνήθως ήταν και πλοιοκτήτης, παράλληλα με την κυρίαρχη επιστασία και διακυβέρνηση του σκάφους, είχε και τη φροντίδα της εμπορικής εκμετάλλευσης του πλοίου. Φυσικά, το ταξίδι και το λιμάνι προορισμού το ρύθμιζε το φορτίο και η αμοιβή για τη μεταφορά, το ναύλο. Ο καπετάνιος χάραζε την πορεία του ταξιδιού χωρίς όμως να ξέρει ακριβώς πότε θα φτάσει στον προορισμό του, γιατί η διάρκεια του ταξιδιού εξαρτιόταν από τις εκάστοτε καιρικές συνθήκες - εποχή, θαλάσσια ρεύματα, άνεμος, ομίχλη, άπνοια.
Πολύτιμες πηγές πληροφοριών για το ταξίδεμα, τους κινδύνους, τα φορτία, τα ναύλα και το χρόνο παραμονής των γαλαξειδιώτικων καραβιών στα λιμάνια που φόρτωναν και ξεφόρτωναν είναι οι εγγραφές στα ημερολόγια καταστρώματος, τα κατάστιχα και τα ναυλοσύμφωνα των καραβοκυραίων και καπεταναίων. Δυστυχώς σώθηκαν ελάχιστα από αυτά.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα «πορτραίτα» των γαλαξειδιώτικων ιστιοφόρων του 19ου αι., γιατί οι γνωστοί «ζωγράφοι των λιμανιών» που τα ζωγράφισαν, εκτός από τις πολλές λεπτομέρειες των καραβιών απεικόνιζαν και τα χαρακτηριστικά των λιμανιών: το φρούριο της Μάλτας, τα κτίρια στα λιμάνια της Βενετίας, της Μασσαλίας και του Λιβόρνου, ο Βεζούβιος στη Νεάπολη, το αποικιοκρατούμενο από τους Γάλλους Αλιτζέρι (Αλγέρι). Σε μερικούς πίνακες είναι γραμμένες φράσεις με ημερομηνία άφιξης ή αναχώρησης του πλοίου από το λιμάνι, ακόμα φράσεις για καράβια που βρίσκονταν ξυλάρμενα σε κίνδυνο.
Εκτός από τον Κορινθιακό και το Ιόνιο, οι Γαλαξειδιώτες, μόλις άρχισαν να ναυπηγούν μεγάλα ιστιοφόρα, ταξίδευαν με διάφορα φορτία από και προς όλα τα λιμάνια της Μεσογείου, της Μαύρης Θάλασσας, της Αζοφικής, της Ευρώπης, της Αφρικής καθώς και πέραν του Ατλαντικού Ωκεανού. Οι σπεντιδόροι - ναυλομεσίτες και οι κατά τόπους πράκτορες συμφωνούσαν με τους ιδιοκτήτες των καραβιών ή με τους καπεταναίους για το ναύλο, υπογράφοντας το ναυλοσύμφωνο, που είναι το αποδεικτικό έγγραφο της μεταφοράς του φορτίου. Μερικοί ιδιοκτήτες καραβιών, αντί να παίρνουν ναύλα για τη μεταφορά, έκαναν οι ίδιοι την αγορά του φορτίου και το μεταπωλούσαν αποκομίζοντας περισσότερα κέρδη.
Όταν οι Γαλαξειδιώτες επέστρεφαν στην πατρίδα τους μαζί με τα διάφορα φορτία, έφερναν πολύτιμα τιμαλφή, ασημικά, κρύσταλλα, πορσελάνες, περίτεχνες λάμπες και καθρέφτες, έπιπλα, υφάσματα, σπάνια βιβλία, ρουχισμό για τα σπίτια και την οικογένειά τους. Η οικοσκευή και η ενδυμασία, έδειχναν την ευμάρεια των κατοίκων του Γαλαξειδιού, που μαζί με τη μόρφωση και την παιδεία παρουσίαζαν μια ξέχωρη εικόνα.
Τα πιο εμπορικά λιμάνια
Στη Μαύρη Θάλασσα: Η Οδησσός, το Ταϊγάνι, η Μαριούπολη, η Σεβαστούπολη, η Θεοδοσία, η Ευπατορία, το Βατούμ, το Γαλάτσι
Στο Βόσπορο: Η Κωνσταντινούπολη
Στη Μεσόγειο: Η Σμύρνη, λιμάνια της Κρήτης, των Δωδεκανήσων, της Κύπρου, η Σαντορίνη, ο Πειραιάς, η Πάτρα, η Τεργέστη, η Βενετία, η Ανκόνα, το Μπρίντεζι, η Νεάπολη, η Γένοβα, το Λιβόρνο, η Μεσσήνη, το Παλέρμο, η Νίκαια, η Μασσαλία, η Βαρκελώνη, η Ταραγόνα, η Αλεξάνδρεια
Στη Μεγάλη Βρετανία: Το Κάρντιφ, το Φάλμουθ, το Λίβερπουλ, το Σουάνσι
Τα συνηθέστερα φορτία
. Πετρέλαιο (σε βαρέλια) από τα βόρεια μέρη της Μικράς Ασίας
. Ξυλεία και μάρμαρα από τη Ρουμανία και την Τεργέστη
. Πέτρα από τη Γραμβούζα της Δαλματίας
. Μπαρτζουλιάνα (το ορυκτό θηραϊκή γη) από τη Σαντορίνη
. Θειάφι από τα λιμάνια της Ιταλίας
. Πλάκες από τη Μάλτα (μαλτεζόπλακες)
. Ύφασμα ειδικό για πανιά των καραβιών από τη Μάλτα και την Τεργέστη
. Ασβέστη από το Γαλαξείδι
. Σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι από τα λιμάνια Ρουμανίας, Ρωσίας, Βουλγαρίας
. Φασόλια από τη Βράιλα
. Χαρούπια από την Κύπρο
. Σταφίδα από την Κρήτη και το Μοριά
. Σύκα από την Καλαμάτα
. Κρεμμύδια από τα Βάτικα
. Κάρβουνο από τα λιμάνια της Αγγλίας
Ναυάγια
Την ακμάζουσα ναυτική πολιτεία συχνά τη συγκλόνιζε ένα ναυάγιο. Τα ξύλινα σκάφη με μόνη κινητήριο δύναμη τα πανιά, παρ όλη την καλή κατασκευή και ευστάθειά τους και παρά τη ναυτική ικανότητα και εμπειρία των Γαλαξειδιωτών, ήταν ευάλωτα στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Ακόμα, τα μέσα ναυσιπλοΐας δεν ήταν όπως τα σημερινά, ιδιαίτερα στην πρόγνωση του καιρού και στην έγκαιρη επισήμανση υφάλων και σκοπέλων. Κινδύνευαν επίσης σε στενά περάσματα και από άλλα πλοία σε ώρες ομίχλης και κακοκαιρίας. Φράσεις γραμμένες πάνω σε μερικούς από τους πίνακες των καραβιών δίνουν το μέγεθος της τραγωδίας.
Η ασφάλιση των γαλαξειδιώτικων πλοίων
Μέχρι το 1860 περίπου, οι Γαλαξειδιώτες πλοιοκτήτες ασφάλιζαν τα πλοία τους έναντι ασφαλίστρου σε ελληνικές ασφαλιστικές εταιρείες και σπανιότερα σε ξένες. Από το 1848 κινήθηκαν για να ιδρύσουν δικό τους ασφαλιστικό οργανισμό, με Γαλαξειδιώτες μετόχους. Το 1860 ίδρυσαν την «Ανώνυμον Κινδυνασφαλιστικήν Εταιρείαν το ΓΑΛΑΞΕΙΔΙΟΝ», που λειτούργησε πέντε χρόνια. Το 1866 ίδρυσαν την «Αλληλέγγυον ασφάλειαν το ΓΑΛΑΞΕΙΔΙΟΝ», που διελύθη το 1882. Μετά την έμπρακτη απόδειξη της επιτυχίας του θεσμού της αμοιβαίας ασφάλισης, ακολουθούν στο Γαλαξείδι άλλες έξι αλληλασφαλιστικές εταιρείες: το 1870 ή «Θαλάσσιος Αλληλασφάλεια η ΕΝΩΣΙΣ», το 1874 η «Αλληλασφάλεια η ΕΙΡΗΝΗ», το 1880 η «Αλληλασφάλεια η ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ», το 1883 η «Αλληλασφάλεια η ΟΜΟΝΟΙΑ», προ του 1885 η «Αλληλασφάλεια ΟΙΑΝΘΗ» και το 1886 η «Θαλάσσιος Αλληλασφάλεια ο ΣΩΤΗΡ». Αυτές λειτούργησαν κατά διαστήματα και παράλληλα, καλύπτοντας μέχρι την εποχή της παρακμής, στις αρχές του 20ου αιώνα, τα τελευταία ιστιοφόρα του Γαλαξειδίου.
Για να ασφαλιστεί ένα πλοίο, χρειαζόταν αίτηση του ιδιοκτήτη προς την ασφαλιστική εταιρία. Ακολουθούσε πραγματογνωμοσύνη από μέλη της εταιρίας, τα οποία με ειδική έκθεση ανέφεραν την κατάσταση του σκάφους και του εξοπλισμού του, όπως και την ακριβή εκτίμηση της αξίας τους. Επίσης έλεγαν τη γνώμη τους για τη διάρκεια της ζωής του πλοίου. Όταν το πλοίο γινόταν δεκτό στην αλληλασφάλεια, χορηγούσαν στους πλοιοκτήτες πιστοποιητικό ασφάλισής του. Οι αλληλασφάλειες κάλυπταν διάφορους θαλάσσιους κινδύνους, οι οποίοι αναφέρονταν στο καταστατικό τους. Εάν γινόταν ναυάγιο ή συνέτρεχε κάποιος άλλος λόγος, ο πλοιοκτήτης με αίτησή του προς την ασφαλιστική εταιρία ζητούσε αποζημίωση. Όταν η απόφαση του συμβουλίου της εταιρείας ήταν ευνοϊκή, καλούσαν τους συνεταίρους να καταβάλουν το ποσό που τους αναλογούσε για την αποζημίωση του παθόντος συνεταίρου. Μετά την καταβολή του ποσού, τους έδιναν τη σχετική απόδειξη.
Το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο
Το 1863 ο Πλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού Γεράσιμος Ζωχιός ίδρυσε το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.).
Ο σύλλογος συνταξιούχων ναυτικών Γαλαξειδίου, για να τιμήσει τον μεγάλο ευεργέτη των ανθρώπων της θάλασσας, το 1939 έκανε έρανο για την κατασκευή της προτομής του, που στήθηκε το Μάρτιο του 1940 στην πλατεία του Χηρόλακα. Κάθε χρόνο οι Γαλαξειδιώτες τελούν επιμνημόσυνη δέηση και καταθέτουν στεφάνι σε εκδήλωση μεγάλης ευγνωμοσύνης.
ΑΙΘΟΥΣΑ VI
Ο ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου και το Γαλαξείδι
Ο ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου (1902-1985) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Γαλαξείδι. Από νωρίς φάνηκαν οι ζωγραφικές του ικανότητες: όταν στο φαρμακείο του Δημάρχου Ανδρέα Λεβαντή, όπου εργαζόταν, σκιτσάριζε τους τακτικούς πελάτες. Με την οικονομική ενίσχυση του Ανδρέα Λεβαντή και Γαλαξειδιωτών ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Άρχισε έτσι μια ανοδική καλλιτεχνική σταδιοδρομία. Το 1930 πήρε βραβείο από την Ακαδημία για τις αγιογραφίες του Αγίου Διονυσίου στην Αθήνα. Το 1934 εξέδωσε μια συλλογή σχεδίων με γαλαξειδιώτικα καράβια, με κείμενο γεμάτο νοσταλγία και ποίηση για τη ναυτική πολιτεία. Εξέθεσε έργα του σε πολυάριθμες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ο Σπύρος Βασιλείου διακρίθηκε ως ζωγράφος, αγιογράφος, σκηνογράφος, χαράκτης και συγγραφέας.
Το 1962, μετά από πρόσκληση της Κοινοτάρχου Ζωής Τζιγγούνη, ανέλαβε το στήσιμο των πινάκων των ιστιοφόρων του Ναυτικού Μουσείου του Γαλαξειδίου, που είχε τότε επεκταθεί, και ζωγράφισε δύο πίνακες για το Μουσείο. Το 1996 έγιναν στο Γαλαξείδι εκδηλώσεις για να τιμηθεί η μνήμη του μεγάλου ζωγράφου. Με την ευκαιρία αυτή, η οικογένειά του χάρισε στο Μουσείο πίνακές του.