Λακωνική και Μεσσηνιακή Μάνη
Και σε διάφορα σημεία εντοπίστηκαν οικισμοί από την πρωτοελλαδική, μεσοελλαδική και υστεροελλαδική - μυκηναϊκή περίοδο, που δείχνουν ότι η εξέλιξη συνεχίστηκε αδιάσπαστη. Πόλεις της περιοχής αναφέρει ο Όμηρος - Μέσση, Οίτυλον και άλλες. Με την επικράτηση των Δωριέων η ιστορία της ακολούθησε την πορεία της Σπάρτης. Και με την παρακμή της ηγέτιδας - πόλης η εξέλιξή της συνδέθηκε με την αυτονομία και την ανάπτυξη των παραλιακών πόλεων της Λακωνικής, που δημιούργησαν στα ρωμαϊκά χρόνια το Κοινόν των Ελευθερολακώνων.
Κατά τους πρώτους αιώνες της βυζαντινής εποχής ενισχύθηκε σταδιακά η άμυνα. Τον 9ο αιώνα ένα τμήμα στο νότο αποτελούσε χωριστή διοίκηση με επίκεντρο το κάστρο της Μαΐνης. Αρχικά το όνομα αφορούσε περιορισμένη έκταση και η πρώτη αναφορά του έγινε από τον Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό (886-912) για την έδρα του επισκόπου της Μαΐνης. Από τότε, με την αναδιοργάνωση των βυζαντινών επαρχιών, όλη η χερσόνησος πέρασε στο Θέμα της Πελοποννήσου με το όνομα Μαΐνη ή Μάνη, που κατά την πιθανότερη εκδοχή προέρχεται από το επίθετο «μανός», που σημαίνει «αραιός» - «μανή χώρα»: αραιή γη, άρα άνυδρη, ξερή και άδεντρη.
Κατά τη φραγκοκρατία η Μάνη βρέθηκε για λίγο (1249 - 1462) στα χέρια των Φράγκων, που την έκαναν μία από τις δώδεκα βαρονίες του Πριγκιπάτου του Μοριά και έχτισαν τα κάστρα του Πασσαβά, της Γιστέρνας (Μπωφόρ) και της Μεγάλης Μαΐνης, που παραδόθηκε μαζί με τον Μυστρά και τη Μονεμβασιά στον Μιχαήλ Παλαιολόγο από τον Γουλιέλμο Βιλλαρδουίνο μετά την ήττα του στην Πελαγονία. Τους επόμενους δύο αιώνες η Μάνη ανήκε στο Δεσποτάτο του Μορέως, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έπαψε να είναι ατίθαση. Το 1415 οι Παλαιολόγοι έστειλαν τον στρατό τους να γκρεμίσει τις μεσαιωνικές οχυρώσεις της.
Το 1460 έπεσε και ο Μυστράς στα χέρια των Τούρκων. Οι Μανιάτες αντιστάθηκαν, όμως, αποτελεσματικά. Η Μάνη δεν υποτάχθηκε, αποκτώντας ειδικά προνόμια - εσωτερική αυτονομία με άδεια οπλοφορίας και καταβολή ετήσιου φόρου. Η Μάνη όχι μόνο δεν έχασε τους κατοίκους της, αλλά άρχισε να δέχεται όλο και περισσότερους φυγάδες από άλλες περιοχές. Η αύξηση του πληθυσμού δημιούργησε την ανάγκη για ζωτικό χώρο και έφερε συγκρούσεις. Η πολεμική ετοιμότητα έγινε τρόπος ζωής και οι ένοπλες ομάδες με συγγένεια αίματος, με τις οχυρωμένες εγκαταστάσεις τους γύρω από την πατρογονική εστία, επικράτησαν ως ένα ιδιόρρυθμο σύστημα κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Παράλληλα, η στρατηγική της θέση έκανε τη χερσόνησο να βρίσκεται στο επίκεντρο των διεθνών συμφερόντων της εποχής, οι δυνάμεις της δύσης αναζητούσαν μισθοφόρους στους εμπειροπόλεμους Μανιάτες και τα πειρατικά πλοία όργωναν τις θάλασσες.
Τον 17ο αιώνα η Μάνη έζησε ανάλογα με την έκβαση κάθε φορά των ενετουρκικών πολέμων. Τον 18 αιώνα οι Τούρκοι, μετά την επικράτησή τους το 1715, υποδαύλισαν τις αντιθέσεις. Στα μέσα του αιώνα, πάντως, η βόρεια Μάνη με επικεφαλής τους καπετάνιους της συμμετείχε στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, που σημειωνόταν στον ευρύτερο πελοποννησιακό, αλλά και ελληνικό χώρο, ενώ στη νότια Μάνη, με το άγονο έδαφος, η ανάγκη για ζωτικό χώρο ενέτεινε τις συγκρούσεις. Το 1776, μετά τα ορλωφικά του 1770, οι Τούρκοι έδωσαν ημιαυτονομία στην περιοχή, διορίζοντας «μανιατμπέη» από τους ισχυρούς καπετάνιους. Οκτώ μπέηδες κυβέρνησαν τη Μάνη ως το 1821. Μεγάλη ήταν η ακμή της υπό τον Τζανέτμπεη Γρηγοράκη (1782-1797).
Εξοντώθηκε η τουρκική φρουρά του Πασσαβά, επεκτάθηκε η βορειοανατολική Μάνη, κατασκευάστηκαν οχυρώσεις, αναγεννήθηκε το Γύθειο, αναπτύχθηκε το εμπόριο και άρχισε η προετοιμασία για τον Απελευθερωτικό Αγώνα της Ελλάδας. Στις ηγετικές θέσεις του Αγώνα βρέθηκε ο τελευταίος, από το 1815, μπέης της Μάνης, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, που κήρυξε την Επανάσταση στην Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου 1821. Παλληκάρια και εμπειροπόλεμοι οι Μανιάτες προσέφεραν τα μέγιστα στον Αγώνα, αλλά μετά την ανεξαρτησία δύσκολα αφομοιώθηκαν στο νεοελληνικό κράτος. Στα χρόνια του Όθωνα αντιστάθηκαν στους Βαυαρούς. Σταδιακά, παρά τις κατά καιρούς ταραχές, επικράτησε μετά το 1870 η ειρήνη. Η τοπική αυτονομία μειώθηκε, η οικονομική ζωή άλλαξε, η μετανάστευση άρχισε να ερημώνει τον τόπο.